Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025


Η πύλη ήτανε διακόσια είκοσι πόδια ψηλή κ' εκατό πλατυά· είναι αδύνατο να εκφρασθή από τι υλικό ήτανε· καταλαβαίνει κανείς εύκολα πόση τεράστια υπεροχή έπρεπε νάχη σχετικά μ' αυτά τα χαλίκια και μ' αυτήν την άμμο που τα ονομάζομε μεις χρυσάφι και πολύτιμα πετράδια.

Ο δεκανέας κοντός, κοντός με το φέσι ριγμένο μπροστά στο μέτωπο, τη μεγάλη φούντα του σκορπισμένη, την κάπα του ριγμένη στον ένα ώμο, τον γκρα, αναρτισμένον σέρνοντας τη ψηλή του γκλίτσα, φάνηκε πρώτος πρώτος. Ίδιοι κι απαράλλαχτοι οι από πίσω με γκράδες και γκλίτσες. Απόσπασμα χωρίς γκλίτσα δε γίνεται. Όσο πλειότερες τόσο και καλλίτερα.

Έβλεπε τάχα το κύμα που άπλωνε ήμερο εμπρός ή τον ίσκιο του πλοίου που με τη σκάφη ψηλή πρύμηπλώρη, τ' αγέρωχα κατάρτια, την καμαρωτή κοντραγέφυρα και τον ψηλό καπνοδόχο και το μπαστούνι φοβερό, εγλυστρούσε σαν πολεμικός κριός απάνω στα νερά; Ποιος το ξεύρει!

Είνε το ελκυστικώτερο και το ερωτικώτερο στόμα του κόσμου. ΚΟΒΙΕΛ Όσο για το ανάστημά της, δεν μπορεί βέβαια να την πη κανείς ψηλή. ΚΛΕΟΝΤ Όχι· μα είνε ψηλή και καλοκαμωμένη. ΚΟΒΙΕΛ Προσποιημένη σε ό,τι λέει και σε ό,τι κάνει. ΚΛΕΟΝΤ Αυτό είν' αλήθεια' μα έχει χάρι σε όλα της· και οι τρόποι της είνε ελκυστικοί· έχουν ένα κάποιο θέλγητρο που το αισθάνεται κανείς ως μέσα στην καρδιά του.

Κοκκινήσανε » Τα κάτασπρα λιθάρια, » Τα χόρτα και τα χώματα »'Σ το αίμα του τυράννου.» «'Σ τους Τούρκους επετούσανε » Τα βόλια 'σα βροχούλα. » Ο πόλεμος εκράτησε » Απ' το πρωίτο βράδι, » Κοπάδι Τούρκους έστειλα »'Σ τον σκοτεινό τον Άδη. » Ο Λάμπρο Ζήκος 'φώναξεν » Από ψηλή ραχούλα: »

Απάνω στο μονόξυλο μια νεράηδα ψηλή κρατούσε ανάερα μια κιθάρα. Οι χορδές κάτω από τα λευκά της δάκτυλα στάζανε τα μυστικά μάγια στης λίμνης τα νερά. Τότε ο γέροφιλόσοφος κατέβηκε απ' τον ψηλό πύργο. Μέσα στα σκοτεινά του στήθια ένοιωθε να πλημμυρή ένα κατάλευκο φως. Άφησε τα σκονισμένα βιβλία, τις σαύρες και τις νεκροκεφαλές. Και κατέβηκε κάτω στον κάμπο.

Απορώ μόνον τι της εζήλεψεν ο στρατιώτης αυτός, εκτός αν είνε θεόστραβος και δεν είδε ότι τα μαλλιά της έχουν μισομαδήση κι' έχει αρχίση να κάνη φαλάκρα πάνω από το μέτωπον• τα χείλη της είνε ωχρά και νεκρικά, ο λαιμός της αδύνατος και φαίνονται η φλέβες και η μύτη της είνε μεγάλη. Το μόνο καλό που έχει είνε το ανάστημα• είνε ψηλή και ίσια σαν κυπαρίσσι και το χαμόγελό της έχει πολύ γλυκάδα.

Γι’ αυτό πήγε στην Καλίνα, την τοκογλύφο, σταματώντας να πει μια καλημέρα στην γιαγιά του αγοριού που του φύλαγε το κτήμα. Ψηλή και λιπόσαρκη, με πρόσωπο αρχαίας αιγύπτιας πλαισιωμένο από μια μαύρη μαντίλα που οι άκρες της ήταν δεμένες πάνω στο κεφάλι, η γριά έγνεθε καθισμένη στο σκαλάκι του χαμόσπιτού της από μαυρισμένες πέτρες.

Ήτανε κοντά ώρα της αγογιοματινής βοσκής κι ο Δάφνης, αφού ανάντεψε από ψηλή ραχούλα τα κοπάδια και τη Χλόη κ' εφώναξε δυνατά «ώ Νύμφες και Πάναέτρεξε κάτου στον κάμπο· και σαν αγκάλιασε τη Χλόη και λιγοψύχησε έπεσε χάμω.

τους πήρα από το τραγούδι του Ολύμπου: « Ο Έλυμπος κι’ ο Κίσσαβος τα δυο βουνά μαλλόνουν » Ποιο ρίχνει τες πολλές βροχές, ποιο τα πολλά τα χιόνια. » Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχές, κι’ ο Έλυμπος τα χιόνια. » Τώνα παινιέται στα σπαθιά και τ’ άλλο στα ντουφέκια. » Ο Κίσσαβος έχει σπαθιά κι’ ο Έλυμπος ντουφέκια... » Γυρίζει ο κόντο-Κίσσαβος και λέει με περηφάνεια : — «Εμένα λένε Κίσσαβο, της Λάρισσας καμάρι, » Με χαίρεται όλη η Κονιαριά, με τ’ άσπρα τα σαρίκια, » Κι’ οι μπέηδες οι Λαρισσινοί με τα γοργά τους τ’ άτια. » Γυρίζει τότε ο Έλυμπος και λέγει του Κισσάβου : — «Τι λες αυτού, μπρε Κίσσαβε, κονιαροπατημένε, » Που σε πατούν οι Τούρκισσες, κι’ οι παλιο-Φατιμέδες, » Εγώ είμαι ο γέρω-Έλυμπος, ο κοσμοξακουσμένος, » Πώχω σαράντα-δυο κορφές κι’ αμέτρητες βρυσούλες, » Κάθε κορφί και φλάμπουρο, κάθε δεντρί και κλέφτης, » Και στην ψηλή μου την κορφή, στου Άγι-Ηλιά τη ράχη, » Κουρνιάζει κι’ αντριεύεται αητός με δυο κεφάλια, » Που μες τα νύχια του κρατεί βασιλικό κεφάλι, » Και κάθε μέρα την αυγή, στο κρούξιμο του ήλιου, » Κυττάει την Αγιά-Σοφιά και χύνει μαύρα δάκρυα».

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν