Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Είσαι του λόγου σου μέσα στην καρδιά του κοριτσιού; Πού το ξέρεις κι' αν τον αγαπούσε; Κι' αν δεν τον αγαπούσε ήθελες να τονέ κλαίη τώρα; — Συχώρα με, ματάκια μου, είπε πάλι ο Γιαννιός χαμογελώντας κάτω απ' το μουστάκι του. Σαν είνε έτσι το πράμμα παίρνω πίσω το λόγο μου. Ο Θεός μονάχα να σου χαρίζη ζωή, να μη σε κλάψη του λόγου σου.
Από μωρό παιδί τονέ διάβαζε ο Ιουλιανός, όσο κι αν πολεμούσαν οι άλλοι δάσκαλοι του να κρύβουν τα έργα του από ζούλια. Γνωρίζοντας να τον κολακεύη με τρόπο ο Λιβάνιος έμνησκε πάντα στενός του φίλος. Αφού πέρασε μερικόν καιρό στην πρωτεύουσα της Συρίας, ξεκίνησε τέλος προς την Περσία.
Τέτοιο εμπόδιο δίχως άλλο του στάθηκε ο Κρίσπος. Τον αρπάζουνε λοιπόν από τη μέση μια μέρα οι στρατιώτες, τονέ ρίχνουνε στη φυλακή και τονέ θανατώνουν. Παρόμοιος πολιτικός λόγος τον έσπρωξε και σ' άλλη αγριώτερη πράξη, τότες που πρόσταξε και σφάξανε δώδεκα χρονών αγώρι τανίψι του, το παιδί του Λικινίου.
Αποφασίζουνε δηλαδή να φέρουν τον Άρειο στην Κωσταντινούπολη, να τονέ δεχτούν επίσημα στην Αγιά Τράπεζα, παρόντας μάλιστα κι ο Βασιλέας, κ' έτσι να καταντήση παντοτινός του Προστάτης. Συφωνεί ο Κωσταντίνος, να συχάση τέλος πάντων ο τόπος. Έρχεται λοιπόν ο Άρειος στην Κωσταντινούπολη, και ζητάει να κοινωνήση. Άλλο όμως κι αναπάντεχο εμπόδιο πάλι!
Ο Αγγελής έσκυψε και πήρε ένα λιθάρι — Φοβιτσιάρης, ε; Εγώ φοβιτσιάρης; Να σου δείξω εσένα, κουτσονούρη, ποιόνε λες φοβιτσιάρη! Και πέταξε την πέτρα κατά το καΐκι. Τα σκυλιά λυσσάξανε, τα πλεμόνια τους βράζανε σαν το νερό που κοχλακάει στη φωτιά κ' οι στριγγλιές τους δεν είχανε τελειωμό. Ο Μιχαληός ο Μακαράς, ο γαμπρός του, κατέβηκε κάτω στο μώλο να τονέ συμμαζέψη.
Έμαθα πως παντρεύγεσαι ... με τον Ανεγνώστη τον Τερερέ. Η Πηγή ανέκοψε το βήμα και ωχροτάτη τον ητένισεν· αλλά το μειδίαμα το οποίον είδεν εις το πρόσωπον του Σαϊτονικολή επανέφερε διά μιας το χρώμα της ζωής εις την μορφήν της. Δεν είπε τίποτε, αλλ' εις τα μεγάλα της μάτια ανέβλυσαν δάκρυα. Ο δε Σαϊτονικολής δεν ηθέλησε να παρατείνη την αγωνίαν της. — Για πε μου δεν τονε θες τον Ανεγνώστη;
Καλά, πονηρέ! — Μα είντά 'θελες; να μη μανίσω ύστερ' από τα όσα μούπ' αδερφός σου; ανεφώνησεν ο Μανώλης με αιφνιδίαν έξαψιν. — Όι, εγώ δεν είπα πως δεν είχες δίκιο. Μα το φταίξιμό 'τονε ταδερφού μου, δεν ήτονε δικό μου· κείντα μπορώ να 'πω 'γώ πούν' αδερφός μου; — Κ' εγώ είντα θες να κάνω σα μου λέει να μη ξαναρθώ στο σπίτι σας και να μη σου ξαναμιλήσω;
Κι ο Διονυσιοφάνης όντας καλοκαιριά, έστρωσε εκεί εμπρός στη σπηλιά χλωρά φύλλα κι αφού εκάθισε χάμω όλους τους χωριάτες τους έβανε πλούσιο τραπέζι. Ήτανε εκεί ο Λάμωνας κ' η Μυρτάλη, ο Δρύαντας κ' η Νάπη, του Δόρκωνα το συγγενολόι, του Φιλητά τα παιδιά, ο Χρώμης κ' η Λυκαίνιο· δεν έλειπε μήτε κι ο Λάμπης που τόνε συχώρεσαν.
Ήρθε ο Αθανάσιος στη Γαλλία στα 336, κ' οι μεγάλες τιμές που του κάμανε κληρικοί και λαϊκοί μας φανερώνουν πόσο καθάρια τον έννοιωθαν τον Αθανάσιο όσοι δεν έμνησκαν τυφλωμένοι από το πάθος. Ως κι ο μεγάλος ο γιος του Βασιλέα, ο Κωσταντίνος, πήγε και τονέ χεροφίλησε τότες.
Δεν έχει αυτός δικαίωμα να βγάζη ψωμί από χριστιανούς. Να τονε μηνύσουμε, να τονε μάθη ο κόσμος, να πεθάνη της πείνας, να ζη χωρισμένος από τους ομόφυλούς του, ν' αφοριστή, να βουρκολακιάση! Τέτοια του έψαλλα του Θοδωράκη απάνω στον ηλιακό. Αθώο παιδί, δεκαφτά χρονώ! Όχι όμως κι ολότελα τυφλωμένος. Κατιτίς μούλεγε πως δεν είταν ο Θοδωράκης μονάχος. Πως εδώ τέτοια τραγουδάκια δεν έχει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν