Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Σφιχτά τον αγκαλιάζουν Και τόνε διώχνουν παρεμπρός: «Μόχτα.. Δεσπότη... μόχτα »Καιτο πατριαρχείο σου θαυρής να ξαποστάσης.» — Κι' ανεμοδέρνει ταλαφρό, το μαραμμένο φύλλο. Αφ' ου τον έφεραν εκεί κι' αφ' ου τον παραδώκαν Εβουβαθήκανε με μιας.

Δεν έχει αδερφούλη ξαδερφούλη! σηκώνεται και κράζει μανιασμένα ο Δημήτρης. Μας έκλεψαν την τιμή μας, να την η γιατρειά. Κ' έδειχνε το τουφέκι του. — Μα δε σου τόλεγα μαθέ και προχτές, πως αν είταν αλήθεια — — Αλήθεια, ψέματά! Ή τονε σκοτώνεις, ή . . . σε σκοτώνω, του λέει ο Δημήτρης με χαμηλή και με βραχνιασμένη φωνή, τραβώντας το πιστόλι του από τη ζώνη του μέσα.

Με την ευκή μου, παιδιά μου, με την ευκή μου να είνε, κι ας τονε σκεπάζουν κάποτες τον ήλιο και σύννεφα. Κωστ. Μαννούλα, τι λες; Άσπρη μέρα μας ξημερώνει και σύννεφα βλέπεις; Καλώς να σε βρω, χρυσή μου γριά, ίσως και μας ξανάμπη στον τόπο της η καρδούλα σου. Δέσπω. Καλώς να ορίσης, αγώρι μου. Με τις υγειές σου και καλώς όρισες, Κωσταντή μου, και να σε χαιρούμαστε, χρυσέ μου γαμπρέ.

Εδώ στο βυζί με χτύπησε! ξαναείπε ο Γιώργης κρατώντας πάντα την απαλάμη του στην πληγή του. Σήκωσε τα μάτια του κατά τον Μήτσο γυρεύοντας θάρρος. — Δεν έχεις τίποτα! Δεξιά είνε! είπ' εκείνος. Μέσ' στη σάστισί τους κανένας δεν τον ρώτησε ποιος τονέ χτύπησε, ούτε ο ίδιος είπε τίποτε. Καθώς τον ανασηκώνανε, ο Βαγγέλης τον ρώτησε: — Τον είδες; Τον πήρε το μάτι σου; Ποιος σε βάρεσε, ρε Γιώργη;

Ο Ιουλιανός ύστερ' από το κακό τέλος του αδερφού του δεν είτανε να τονέ ζουλέψη άνθρωπος. Όλοι τον υποψιάζουνταν, από τον Κωστάντιο και κάτω, και μάλιστα οι παντοδύναμοι οι Ευνούχοι του παλατιού.

Τότε δε προ πάντων αρέσκει ημίν το άσμα του Λευκαδίου. Τοιαύτη είναι η πρώτη στροφή του Μνημοσύνου του Στεφάνου Μεσσαλά: Ώργονε ο Χάρος, ώργονε τη γη που τόνε τρέμει. Τ' αυλάκια του είναι μνήματα, τα μαύρα του τα βώδια Φυσομανούν στο κέντημα της άσπλαγχνης βουκέντρας.

Είναι και δική σου θεια απ’ τη μητέρα σου; Έμ αφού έρχεται και συγγενής, καλύτερα» Και χαμογέλασε μ' ένα χαμόγελο πουρχόταν τα-ίσα απ’ την Κόλαση. «Γιατί πάντα ένα ξένο κορίτσι μες το σπίτι», άρχισε παρακάτω με καινούργιον αέρα στα πλεμόνια της, γιατί της φυσούσαν οι διάβολοι με τα φυσερά τους, «πούναι και τόσο νέος άντρας και καλοκαμωμένος αλήθεια πόσα χρόνια τον απερνάς, ή σ' απερνάει; Νάξερες, καϋμένη, πως τονέ ματιάζου-νε-ε τα κορίτσια και τι ακούγει πίσω του!. . . Μέσ' απ’ τα μπρίζι-μπίζι μου εμένα που να μου ξεφύγη τίποτα ! θε να πέθαινες δέκα βολές.

Με τη συνηθισμένη του ευκολία ο Άρειος τονέ βεβαιώνει το Βασιλέα, κι ορκίζεται μάλιστα πως «απέπτυσσε πάσαν κατά του Κυρίου ημών βλασφημίαν ». — « Πήγαινε τώρα να μεταλάβης» του αποκρίνεται ο Κωσταντίνος· «ανίσως κ' έκαμες ψεύτικο όρκο, ο Θεός θα σε τιμωρήση». Είταν ο γέρος ο Αλέξαντρος να τονέ λυπάται άνθρωπος, που μήτε να μιλήση, δεν τον άφινε πια ο Βασιλέας.

Μόνον οι Μούσες φέρνουνε τη δόξα στους ανθρώπους, και τα πολλά τα χρήματα, που οι πεθαμμένοι αφήνουν, τα τρώνε και τα χαίρονται όσοι απομένουν πίσω. Μ' αν θέλης το φιλάργυρο να τόνε μεταλλάξης είνε σαν να σου πέρασε να πας στο περιγιάλι και να μετράς τα κύματα που στέλνει εκεί ο αγέρας, ή σαν να θες με το νερό ν' ασπρίση η μαύρη πέτρα.

Και, ευρόντας αφορμή, έχωσε τα χέρια του στα στήθη της να βγάνει το φιλαράκο το τζίτζικα, που δεν εσώπαινε μήτε μέσα στο χέρι του. Η Χλόη εχάρηκε καθώς τον είδε κι αφού τόνε πήρε τον εφίλησε και τον έβαλε πάλι μέσα στον κόρφο της να τραγουδάη. Τους διασκέδασε ύστερα μια φάσα, που ελάλησε από το δάσος. Κ' επειδή η Χλόη ρωτούσε να μάθη τι λέει, της διηγιέται ο Δάφνης σαν παραμύθι ότι είχεν ακούσει.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν