Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Χίλιες φορές πήρε φαλάγγι τους εχθρούς του, ποτάμια έχυσε το αίμα τους στη γη. Μα ήταν οι εχθροί ασκέρι και δεν είχανε σωμό. Μα και το βασιλόπουλο με τα παλικάρια του αποσταμό δεν είχε. Στον καιρό αυτό μεγάλη ταραχή γίνηκε μες στο παλάτι. Η γρηά η βασίλισσα, κυττάζοντας μια μέρα τους θησαυρούς της, έλαβε μεγάλη τρομάρα. Τα μαργαριτάρια της, που άλλα στον κόσμο δε βρισκόντανε, ήτανε χαμένα.
Σταυροκοπήθηκαν όλες από την τρομάρα τους, εξόν της Κώσταινας, που είταν η αιτία της συλλογής τους, κι' είπαν η κάθε μια χωριστά: — Γλύσε μας, Θε μ'! — Αχ! καημένη!
Γέμισαν » Αι ρεμματιαίς κ' οι λάκκοι.» « Ψηλά 'ς της μάχης το βρασμό, »'Σ της μάχης την αντάρα, » Να! και πλακόνω λαίμαργος, » Για αίμα διψασμένος, «'Σάν σε βουβάλια λέοντας » Ρίχνεται λιμαγμένος... » Με βλέπουνε οι άπιστοι,... » Τους έπιασε τρομάρα.»
Όταν εμπήκαν όλοι οι κατάδικοι του Τρία στο δωμάτιο, ο Βλαχογιώργος με κίτρινα τα χείλη από το φόβο του, γιατί ένιωθε πια τόρα πως είχε με λιοντάρια ανήμερα να κάμη, εστάθηκε στης πόρτας το διαπύλι. — Τούνους ήταν του σκαμνί, ουρέ ζιαγάρια; ρώτησε με θυμό, κ' επάσκιζε να συγκρατήση το σαγόνι του που ξέφεβγε κ' επάγαινε να ξεκολλήση απ την τρομάρα του.
Οι σημαντικώτεροί τους χαράζανε από μικροί τα μάγουλά τους, για να μη βγάζουνε γένεια. Ασκημομούρηδες, με μάτια μικρά μικρά, κοκκαλάδες, χοντρόλαιμοι και με διάπλατους ώμους. Λένε πως από μακριά φαινόντανε σαν αρκούδες στεκάμενες ή σαν κούτσουρα. Από φυσικό τους όντας καλοί κυνηγοί, καταντούσανε σαχίνια στον πόλεμο. Τρομάρα όπου πλάκωνε ιππικό τους.
Γνοιάζομ’ όσα λες μα ο φόβος μου δεν παύει και δε λέει μες στη ψυχή μου να ησυχάση° η έγνοια πόχει μέσα μου θρονιάση την τρομάρα των εχθρών μας όλο ανάβει. Τους φοβούμαι, σαν τους όφιους περιστέρι το πασίτρομο για τ’ άλουβα πουλιά του, π’ ολοτρόγυρα στη δόλια τη φωλιά του έχουν στήση κακοσύντυχο καρτέρι.
Αλλοίμονο σ' εσένα, κυνηγέ, και τρισαλλοίμονό σου. Ο νέος ο κυνηγός την κύτταξε γλυκά. — Κι' αν έχης αδέρφια και ξαδέρφια, χαρά σ' εμένανε, να τρέξη το αίμα μου ποτάμι στην ποδιά σου... Τότε τα δυο τα χείλια της βοσκοπούλας του είπανε πάλι με τρομάρα: — Φύγε, κυνηγέ, από σιμά μου... Και τα δυο της τα μάτια του είπανε με λαχτάρα: — Έλα, κυνηγέ, και πέσε στην αγκαλιά μου.
— Τα έλεγαν τώρα το απόγευμα, ο αφέντης μου, μαζί με τον κουμπάρο μας τον Αϊμερίτη, που ήρθε για να φουμάρη ένα τσιμπούκι και να κουβεντιάσουν, όπως συνειθίζουν. — Και τι λέγανε; — Ο ρηνοδίκης μαζύ με τον αστυνόμο, θέλουν να σε συλλάβουν . . . Έλεγαν να στείλουν τους χωροφύλακες . . . Σ' έχουν ύποπτη για το κοριτσάκι που πνίγηκε χθες μέσ' το πηγάδι. — Ω! τρομάρα μου . . .
Αγόραζε λοιπόν κρασί των Αχαιών το πλήθος, πιος με λεβέτια χάλκινα και πιος με σιδερένια και πιος μ' ασκιά βοϊδόπετσα· άλλοι με βόδια πάλι, κι' άλλοι με σκλάβους· κι' έβαλαν ξεφάντωτο τραπέζι. 475 Κι' όλη τη νύχτα τρώγανε οι άκουροι οι Αργίτες στον κάμπο, κι' όλοι οι Τρώιδες με τους βοηθούς στο κάστρο, κι' όλη τη νύχτα συφορές τους μελετούσε ο Δίας, άγρια βροντώντας· και χλωμή τους έκοβε τρομάρα.
— Τρομάρα σου! βρωμόσκυλο, κοπρόσκυλο, ψωριασμένο. Ο καπετάν Γεωργάκης επέζευσεν, εχαιρέτησε τους βοσκούς, όσοι ανεψύχοντο εκεί με τα ποίμνιά των, έπιε δροσερόν νερόν, αφήκε βαθύν στεναγμόν και εστράφη προς μακρόν ανώγειον οικοδόμημα, προ της θύρας του οποίου είχε περάσει προ πέντε λεπτών. Ο αγωγιάτης του επήρε το ζώον και το έδεσε διά να βόσκη, χωρίς να το ελαφρώση από το φόρτωμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν