United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


* Το έργον, τούτο είς τινα σημεία εν τω κειμένω έχει ανάγκην τροποποιήσεων, χάριν της υπό των σημερινών θεατρικών συνθηκών υπαγορευομένης σκηνικής οικονομίας. ΞΟΥΘΟΣ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ ΞΟΥΘΟΣ Τον πρώτο μου χαιρετισμό προς το θεό τον στέλνω, και ύστερα, γυναίκα μου, 'ς εσένα• μήπως τάχα που άργησα τόσο πολύ, αισθάνθης στενοχώρια; ΚΡΕΟΥΣΑ Α, όχι• ήλθες έγκαιρα για να μου την προλάβης.

Αλλά το μόνον το οποίον ενόησεν εκ των λόγων της χήρας ήτο ότι τον εσυμβούλευε να παραιτηθή από την θυγατέρα της. Και με πείσμα είπεν: — Εγώ θα τήνε πάρω θέλει και δε θέλει! Η στενοχώρια του Μανώλη διά την αποπομπήν του δεν διήρκεσε πολύ.

Η Ελπίδα μετακόμιζε τώρα οριστικά στο σπίτι του Ευμορφόπουλου. Από την ώρα που πέθανε η κυρά Πανώρια άλλαξαν πρόσωπα και πράματα. Μα πιο πολύ άλλαξε ο Αριστόδημος. Πρώτα ο θάνατος της μάννας του κ' η ερμιά του μέσα στο σπίτι· έπειτα η χρηματική στενοχώρια τον έφεραν κάπως σε θεογνωσία. Έβαλε μεσίτες στο Δημητράκη για να κατεβή στο χωριό, να κυττάξουν τις δουλειές τους.

Ο σκύλος δεν έδειχνε μεγάλη στενοχώρια για όλα αυτά, μόνο κάποτε φαινότανε σαν ξαφνισμένος για όσα τραβούσε κ' ήσυχος κ' ήμερος πήγαινε και ξαπλωνότανε σ' άλλη μεριά με τη μάταια ελπίδα πως ο καλόβουλος τύραννός του θα κουραζότανε και θα τον άφινε σε ησυχία. Μα όταν ο Σβεν έβγαινε στην αυλή, ο σκύλος έτρεχε κοντά του, όπου κι αν πήγαινε.

Τέλος ήκουσα ένα ασθενή αναστεναγμόν, και αντελήφθην ότι ήτο μία διαμαρτυρία προερχομένη από επιθανάτιον τρόμον. Δεν ήτο πόνος δυστυχίας ή βασάνου. Ω! όχι! Αλλ' ο χαμηλός και συγκαλυμμένος ήχος που εσηκώνετο από το βάθος μιας βασανισμένης από την στενοχώρια ψυχής. Δεν ήτο άγνωστος ο ήχος αυτός.

Αυτός εμίλησε για την ευχαρίστηση που θα έπαιρναν τα μικρά και για τον καιρό που ενόμιζε πως βρισκότανε στον παράδεισο όταν άνοιγε η πόρτα απροσδόκητα και έβλεπε ένα δένδρο στολισμένο με κέρινα κουβαράκια, γλυκίσματα και μήλα: — Και σεις, είπε η Καρολίνα, ενώ έκρυβε τη στενοχώρια της σ' ένα αγαπητό μειδίαμα, και σεις επίσης θα έχετε τα δώρα σας αν είσαστε πολύ φρόνιμος· ένα κέρινο κουβαράκι και ακόμη κάτι άλλο. — Και τι εννοείτε με το «φρόνιμος;·» είπε· τι να κάνω; πώς μπορώ να είμαι, καλή μου Καρολίνα; Την Πέμπτη το βράδυ, απάντησε αυτή, η βραδειά των Χριστουγέννων· τότε έρχονται τα παιδιά με τον πατέρα μου και παίρνει ο καθένας το δώρο του· τότε ελάτε και σειςαλλά όχι προτήτερα. — Ο Βέρθερος έμεινε έκπληκτος. — Σας παρακαλώ, εξακολούθησε, δεν μπορεί να γείνη διαφορετικά· σας παρακαλώ χάριν της ησυχίας μου· αυτό δεν μπορεί να μείνη έτσι· όχι, δεν μπορεί! — Έστρεψα τα μάτια μου απ' αυτήν και επήγαινε στο δωμάτιο εδώθε κείθε και εμουρμούριζε μέσα από τα δόντια του: «δεν μπορεί να μείνη έτσι». Η Καρολίνα, που αισθάνθηκε την τρομερή κατάσταση που τον έβαλαν τα λόγια της, προσπάθησε με πολλές ερωτήσεις να δώση άλλο δρόμο στις σκέψεις του, αλλά του κάκου. — Όχι, Καρολίνα, ανεφώνησε, δεν θα σας ξαναϊδώ! — Γιατί λοιπόν Βέρθερε; αποκρίθηκε εκείνη· μπορείτε, πρέπει να μας ξαναϊδήτε μόνον κρατείστε τον εαυτόν σας.

Τότε λοιπόν ίσως δεν ημπορεί να γίνη ομοιόμορφος ο συνοικισμός των πόλεων, όταν δεν γίνεται καθώς εις τα μελίσσια, δηλαδή να έρχεται μία γενεά από καθεμίαν χώραν εις τον συνοικισμόν και να μένουν οι φίλοι πλησίον των φίλων, αφού τους έζωσε κάποια στενοχωρία της γης ή τους εβίασε κάποια άλλη παρομοία ανάγκη.

Η ασέβεια τον τύραννον γεννά, που απ’ τ’ ανομήματα είναι γεμάτη άδικα ας είν’ και ασύμφορα στον ίδιον τον εαυτό της. Και αφού την υψηλότατην κορφήν ανέβη, πέφτει στην πιο δεινή τη στενοχώρια όπου και το γοργότατο δεν την βοηθεί το πόδι. Και στον θεόν εύχομαι, κάποτε τον άφαντο φονιά του Λαΐου να φανερώση. Τον θεόν παρακαλώ κράζω βοηθόν πάντα εγώ πάντα. Στροφή β΄

Επειδή η καρδία μου πάντοτε ανοίγει λιγάκι όταν την βλέπω, εμένα, εστάθηκα πίσω από την καρέκλα της, και μόλις μετά τινα καιρόν παρετήρησα ότι δεν μου ωμίλει τόσον ανοικτά, ως άλλοτε, και με κάποια στενοχώρια. Τούτο με εξέπληξε.

Άλλος δεν ήτανε γύρω απ' τον άρρωστο παρά οι δυο τους και η Εληά, η σκύλα του, κουλουριασμένη στα πόδια του κρεββατιού, κρατώντας κι' αυτή την ανάσσα της, μέσα στη θλιβερή σιγαλιά, σαν να καταλάβαινε το μεγάλο κακό, πούχε πλακώσει το σπίτι. Ο Γιώργης εβάρυνε... Τρία μερόνυχτα τον έδερνε η θέρμη, το πλάκωμα, η στενοχώρια. Ο γιατρός ερχότανε κ' έφευγε κουνώντας το κεφάλι του.