Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Το ταχύ δε ξημερώνοντας ερχόμενος διά να με ξαναεύρη μου είπε· θέλω να σταθώ εις τον λόγον μου διά το ότι εχθές σου έταξα· μα δεν θέλεις ιδεί το έργον, παρά ύστερον από μερικές ημέρες· επειδή και εκείνο που έχω να σου δείξω είνε ένα έργον, που δεν δύναται να τελειώση ετούτην την ημέραν. Στείλε ένα σκλάβον σου να εύρη έναν επιτήδειον σεντουκάν, και να έλθουν με αυτόν φορτωμένοι σανίδες ψιλές.
— Κι' αν δεν μου μείνη εντός του κόσμου Πού να πατήσω, να σταθώ, Εκεί ψηλά είνε ο Θεός μου· Πώς ημπορώ ν' απελπισθώ! * Στίχοι ποιηματίου του Βιζυηνού. Τώρα, καθώς έβλεπε τον εργαλειό μέσα εις το σπίτι, η αγάπη της προς την μάμμην της τής έφερεν εις την ενθύμησίν της όλα εις όσα εκείνη ευχαριστείτο.
Το λέγω όμως εσένα που είδες κόσμο, πως εκεί στο περιβόλι μου μέσα, τον ανακάλυψα. Από το πρωί ως το βράδυ σκαλίζω εκεί μέσα. Καιρό δε βρήκα ποτές να σταθώ και νακούσω τον Έξ' από δω, όταν ήρχουνταν και μου έψαλλε χίλιους σκοπούς στα χρόνια της νιότης μου. Λεφτέρη μου, αν είναι ένας ο Θεός, ένας είναι κι ο Παράδεισος, — η &δουλειά&. Δούλεψε, και θάμπης μέσα, δίχως να το νοιώσης πως ήμπες.
Ετούτο λέγοντας εγύρισε σκεπασμένη να εύρη τον βασιλέα, και δεν αποκοτούσε διά να καθήση πλέον κοντά του. Κάθησε, κυρά, της λέγει αυτός, σ' εμένα πρέπει θα σταθώ ορθός εις την επιφάνειάν σου. Η Κυρά εδόθη εις ένα πικρόν κλαύσιμον, και πέφτοντας εις τους πόδας του τού εζητούσε συμπάθειαν αν έσφαλε μη γνωρίζοντάς τον.
Τέλος πάντων εκατάλαβα ύστερον από κανένα χρόνον, ότι η πατρική μου περιουσία ήτον πολλά ωλιγοστευμένη· ο φόβος διά να μην πέσω εις δυστυχίαν με έκαμε να σταθώ διά να την εμποδίσω. Και ούτως αποφάσισα μη κάμω καμμίαν συντροφίαν, και να υπάγω να πραγματευθώ εις το βασίλειον της Γολκόνδας.
Από ενενήντα δραχμές εξέπεσαν την άλλη μέρα εις ογδοήντα δύο, κ' έπειτα εβδομήντα, πενήντα, σαράντα, είκοσι, έως ότου δεν τους ήθελε πια κανένας σε καμμιά τιμή. Δε σου λέγω τι νύκτες περνούσα. Δεν κατώρθωσα όχι να κοιμηθώ αλλ' ούτε καν να σταθώ στον ίδιο τόπο πέντε λεπτά.
Το βράδυ λοιπόν κατά την παραγγελίαν της, επήγα διά να σταθώ εις το μνήμα της και ωσάν επήγα εκεί, άνοιξα το μνημείον, και την έβγαλα έξω, εβγάζοντας το χόρτον από το αυτί της· έλαβεν ευθύς τες πρώτες της αίσθησες, και ευθύς την επήρα, και υπήγαμεν εις ένα σπητάκι εις το οποίον ο Καμπούρ μας ανάμενε, και εκεί εμείναμεν το επίλοιπον της νυκτός το ταχύ δε απεστείλαμεν τον Καμπούρ εις το παλάτι και υστερώτερα επήγα και εγώ· και ερχομένη εις το παλάτι, ανήγγειλα του βασιλέως διά την καλήν ξενύκτισιν που έκαμα εις το μνημείον της θυγατρός του.
— Και τα κεριά, και της γυναίκες, και όλην την εκκλησίαν. Έχω χρέος να υπερασπίσω τα έθιμα. Απήντησε πικρότερον ο επίτροπος. — Φύγε απ' εδώ, αυθάδη! Είπε τότε ο δήμαρχος και ταυτοχρόνως προσέθηκεν: — Από σήμερον δεν είσαι πλέον επίτροπος, σε παύω. — Κουτός είμαι να σταθώ να με παύσης; Είπε τότε ο κυρ-Μανωλάκης πραότατος και γλυκύτατος, αφού πλέον έληγεν η εξουσία του.
Λαμβάνοντας το λοιπόν τα φλωριά και την ελευθερίαν μου, εβγήκα από την Γολκόνδα, και ερχόμενος εις το παραθαλάσσιον ηύρα ένα καράβι, εις το οποίον εμβαίνοντάς με ευτυχισμένον καιρόν εφθάσαμεν εις το Σουράτ. Εκεί αποφάσισα διά να σταθώ έως που να εύρω κανένα άλλο καράβι, με το οποίον να επιστρέψω εις την Μπάσραν. &Συμβεβηκός Δ'. του Αμπουλβάρη.&
Μά 'χε το νου του κι' άκουσε τ' αλύχτημα ο Μενέλας, κι' έτσι είπε αναστενάζοντας μες στη γερή καρδιά του 90 «Ωχού, αν την πλούσια αρματωσά αφίσω, κι' αν το βλάμη πούχασε εδώ τη νιότη του για να τιμήσει εμένα, μήπως ρεζιλεφτώ αν κανείς με δει τυχόν δικός μας· μα αν πάλε Τρώες κι' Έχτορα σταθώ και πολεμήσω μονάχος, μήπως όλοι τους με ζώσουν πούναι τόσοι, 95 γιατί όλο δες! ο Έχτορας μου φέρνει το κοπάδι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν