Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025


Φέρνοντας την Αθήνα στην Πόλη μας προστατεύανε μαζί με το χριστιανισμό και τη γλώσσα. Άλλο έργο του Μικρού Θεοδοσίου είταν ο νέος Κώδικας που στα 429 διάταξε να συνταχτή από εννιά διαλεχτούς νομικούς του καιρού του.

Είχε τα ίδια γλυκά μάτια, το ίδιο μαυριδερό, λεβέντικο κεφάλι, που κρατούσε ανάμεσα στα μεστωμένα στήθη της, τη νύχτα η Λιώ, η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα που κει που άπλονε τα ρούχα πούχε πλύνη πρωί, πρωί, σαν τον είδε κιτρίνησε. Τον κοίταξε ίσα με που χάθηκε αυτός και τ' απόσπασμα, κ' ύστερα κάθησε στη ρίζα μιας συκιάς κι άρχισε να κλαίη κρυφά και σιγαλά τον πόνο της.

Είπαν πως οι κολακείες των αυλικών του τονέ μέθησαν τέλος και τον κάμανε φαντασμένο. Κ' ίσως αυτό, μαζί με τις Ασιατικές του συνήθειες, τονέ χαλάρωσε κάπως στα τέλη του. Αλλιώς δεν ξηγούνται τα σφάλματά του τότες. Τα είδαμε τα σφάλματά του. Σύννεφα που σκέπασαν τον ήλιο απάνω στο γύρμα του.

Κάποια ανατριχίλα χυνότανε γύρω στον σκοτεινό αέρα, κάποιος κρύος φόβος γλυστρούσε μες στο σκοτάδι. Τα Μυστήρια περνούσαν ψηλά απ' το γυμνό κεφάλι του παπά, σαν να τάφερνε ο αέρας ανάλαφρα στα φτερά του. Ο παπάς περπατούσε συλλογισμένος. Ο νους του ήθελε να ξεφύγη με αγωνία από το άγριο θέαμα, που στεκότανε ακόμα μπροστά στα μάτια του.

Δίχως άλλο έπρεπε να φύγη, και να το πάρη απόφασι πως για τελευταία φορά είχε κρατήσει, κάτω από την κάπα του προσκυνητήστον Άσπρο Κάμπο — τ' ωραίο σώμα της Ιζόλδης στα χέρια του. Τρεις ημέρες ακόμη έφαγε έτσι, χωρίς να μπορή να ξεκολλήση από τον τόπο που ζούσε η Βασίλισσα.

Τους φονείς του Σταδίου υμείς μόνοι έχετε. Αποκρίνουνται τα δικά τους οι Πράσινοι, ξαναπαντούν οι Κυανοί, και τέλος πιάνουνται τα δυο κόμματα στα γερά. Βλέποντας οι Πράσινοι πως δεν έρχεται ο λαός μαζί τους, φοβισμένος όντας, σηκώνουνται, και φωνάζοντας «Ανασκαφήτω τα οστέα των θεωρούντων», βγαίνουν και σκορπιούνται μέσα στην Πόλη να βάλουνε φιτίλια του κόσμου και νασηκώσουνε μεγάλη στάση.

Ξαφνισμένο από Γεράκι Το αθώο το πουλάκι Στα χαμένα περπατάει· Στα χαμένα τριγυρίζει, Και τον τόπο δε γνωρίζει, Μήτε ξέρει πού πατάει· Όσο τρέχει και απετάει, Τόσο ανάφτει και διψάει, Και δροσιά επιθυμεί· Τελοσπάντων αγναντεύει Το νερό οπού χαλεύει, Και στου πόθου την ακμή, Οχ τη βιά του τη μεγάλη Το σημάδι εκείνο σφάλλει, Σε ξερό δέντρο χτυπάει· Πέφτει κάτω σκοτισμένο Και σε χέρια σκλαβομένο Κυνηγού αποκαταντάει.

Αλλά την ίδια στιγμή θολό σύγνεφο ίσκιωσεν εμπρός μου, πίσω έμεινε σαν να εδιάβηκε φάλαινα. — Στοπ! φωνάζω· σταθήτε! Εστάθηκε το καΐκι, εγύρισε πίσω στα νερά του και είδαμε όλοι πελώριο δέντρο σαν χιλιόχρονη βελανιδιά να κάθεται στον πάγκο. Δεν ήταν λοιπόν ψέμα, δεν ήταν παραμύθι! Ντύνομαι γοργά, παίρνω τον λάζο στη ζώνη μου, ένα τσεκούρι στο χέρι και βουτώ κάτω.

Α, αν τα κατάφερνε! Θα εκδικούνταν έτσι την Γκριζέντα, που ήθελε τον ξένο όλον για τον εαυτό της. Η Γκριζέντα με τη σειρά της φαινόταν αναστατωμένη από την άφιξη του ντον Πρέντου. «Αυτός, θα δείτε», είπε χαμηλόφωνα στον Τζατσίντο την ώρα που διέσχιζαν την αυλή, «αυτός, ο θείος σας, είναι από τους ανθρώπους που γλεντάνε και ξοδεύουν στα πανηγύρια. Δε μελαγχολεί όπως εσείς!

Λίγαις στιγμαίς ακόμα Και σβυόνται τ' άστρα σου για με. Για με θα σκοτειδιάση Τώμορφο γλυκοχάραμμα. Θα μου κλειστή το στόμα Που εκελαδούσε στα βουνά, στη ρεμματιά, στη βρύση, Θα μαραθούν τα πεύκα μου. Αραχνιασμέν' η λύρα Που μούταν αδερφοποιτή κι' οπού με εμέ στη φτέρη Αγκαλιασμένη επλάγιαζε, τώρα θα μείνη στείρα Καιτάψυχο κουφάρι της θα να βογγάη τ' αγέρι

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν