Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Εξέσφιξαν τες ίγγλες, έδεσαν τα προκόβια 'ςτά σαμάρια, έβγαλαν τα καπίστρια, πεδίκλωσαν κι' απόλυκαν τα δεκατρία μουλάρια τους να βοσκήσουν 'ςτά ξηραμένα χορτάρια της πλαγιάς απόπερ' από το ρέμμα. Εγιοματίσαμε. Ήτον η σαρακοστή του Δεκαπενταύγουστου κ' εφάγαμε ξερό ψωμί μ' ελιές και με ξύδι 'ς ένα πινάκι ξύλινο πώφερνε μαζί του ο Γάκης ο Γκιτρίμης.
Απάνω στο στρογγυλό λιθάρι, που το σκεπάζει ο γεροπλάτανος, δροσολογιέται η αγάπη σου. Ο κυνηγός πήρε βιαστικά τα πόδια του, έφτασε στην πλαγιά του βουνού και κατέβηκε στη ρεματιά. Ταηδόνια τραγουδούσανε μέσα στα δασά πλατάνια, και πάνω στις ρίζες τους, που τις πότιζε γαργαλιστό το τρεχούμενο νεράκι, το άσπρο κοπάδι δροσολογιότανε.
Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Πες μου, Λέλα μου. ΛΕΛΑ — Το εμπόδιο δεν ήτανε η κόρη του. Η ταραχή του δεν ήταν η κόρη του. Τα έμαθα όλα χθες το βράδυ. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Τι; ΛΕΛΑ — Το ταξείδι του στα λουτρά ήτανε για να συναντήση μια παλιά του ερωμένη. Εχθές όλο το βράδυ ήτανε μαζή της. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Τον ξαναείδες από εχθές. ΛΕΛΑ — Όχι. Τούγραψα όμως σήμερα το πρωί. Η ΘΕΑΤΡΙΝΑ — Τα παράπονά σου;
Όλοι κηράδες κι ανυφαντίδες και χρυσοκεντιστάδες 'ςτά νιάτα τους, και τώρα απόμαχοι όλοι του ζανατιού τους. Εμαζόνονταν εκεί με τα δικανίκια και με τα τσιμπούκια τους κ' έστρωναν αδιάκοπες και μακριές κουβέντες, όλο για πράματα του περασμένου καιρού τους. Κ' εγώ, 'ςτή μέση τους, χόρταινα ιστορίες και σοφά λόγια.
Είπε, κι' εφτύς τον άκουσαν κι' όχι κανείς δεν είπε. 379 Και πήγε ο κράχτης το πουρνό στα μελανά καράβια, 381 κι' εκεί τους βρήκε σε βουλή, τους πολεμοψημένους Αργίτες, δίπλα στ' ακρινό του βασιλιά καράβι.
Ο άνθρωπος της εποχής εκείνης βεβαίως θα είχε των ζώων την έμφυτον κολυμβητικήν δεξιότητα. Εάν ήτο θέρος και καύσων, ο ακούσιος κολυμβητής, μετά την πρώτην συγκίνησιν, θα παρέμεινεν εις την θάλασσαν παίζων και καλών τους συντρόφους του να τον μιμηθώσι: — Ελάτε! δεν ξέρετε τι εύκολη και τι ευχάριστη διασκέδασις είνε! Ωφελεί και στα νεύρα!
Και τότε ο Αχιλλέας χτυπάει τα διο του γόνατα και κράζει του Πατρόκλου 125 «Πάτροκλε, ομπρός, θεόσπαρτε, γενναίε αμαξομάχε, να! βλέπω γλώσσα ανήμερη φωτιάς κοντά στα πλοία. Τρέχα, μην πια τα κάψουνε και γλυτωμό δεν έχει. Οπλίσου, μην αργείς, κι' εγώ τους άντρες παρατάζω.»
Ξανακορώνει αμέσως η Ευδοξία μαζί του. «Πάλιν Ηρωδιάς μαίνεται», καθώς είπε κι ο ίδιος ο Χρυσόστομος τότε σ' έναν του λόγο. Καταπιάνουνται λοιπόν πάλι να τον ξεκάμουν, κι όχι ψέματα πια. Συσταίνεται καινούρια Σύνοδο, κι ο Θεόφιλος επικυρώνει την προτήτερη την απόφαση. Μπαίνει Γοτθικός στρατός στην Πρωτεύουσα, και Μέγα Σαββάτο ανήμερα στα 404 έρχουνται και πιάνουν τον Πατριάρχη.
Να φύγω, να φύγω να μην τακούγω. Στα δάση να σύρω, να γίνω θεριό, να πιάνω ζευγαρωμένα πουλιά και να τα σπαράζω. Φωτιά να γίνω και να καίγω τους κάμπους, που ν' ανεβαίνη ο καπνός να σκεπάζη τον ουρανό, και ψυχή πια να μη βλέπη παρηγοριά.
Έρχεται σαν ξαναβρεθούμε στο σπίτι μας ύστερ' από μακρινή ξενιτειά, σαν πρωτοφιλήσουμε την καλή μας, σαν τη βλέπουμε και βυζάνει το πρώτο της, σα χορεύουμε πρώτο εγγόνι στα γόνατα μας, έρχεται τότες η χαρά και μας βαλσαμώνει. Μα είναι βαλσάμωμα, γιατρειά πόνου, κι όχι παντοτεινή γιατρειά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν