Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Μα, αδρέφια, γνώμη πιο καλή για μας δε μένει τώρα παρά ας σταθούμε αποκοντά, και την παλικαριά μας μαζί τους ας μετρήσουμε και τα βαριά μας φράξα. 510 Κάλια ή να πάμε μια φορά για πάντα ή να σωθούμε, κι' όχι να λιώνουμε άδικα σε μάχη δίχως άκρη, εδώ να! από μια φούχτα οχτρούς στα πλοία στρυμωγμένοι.»
Και τον ξεχωρισμό τούτο φανερώνει και το χαριτωμένο τραγούδι, που γεννήθηκ' εκεί σε παλιά χρόνια κι ακόμα ζη αθάνατο κι άγγιχτο από στόμα σε στόμα: Στα Γιάννινα είν' η ώμορφες, στην Άρτα η μαυρομμάτες Και στην καϋμένη Πρέβεζα κοντούλες και γιομάτες. Όλες αυτές η ηπειρωτικές μορφές είχαν συμμαζωχθή την ημέρα κείνη απάνου στα πλατιά της Καστρίτσας χαλάσματα.
Δεν επρόφτασε ν' αγκαλιάση το παιδί του ο γέροντας κ' έξω αντήχησε φωνή τρανολάλητη, άγρια και κακή, λέγεις και το ξερονήσι κοσμοχαλαστής εχύθη κ' εκύκλωσε το παλάτι. — Εκδίκησι!... εκδίκησι!... διπλοτριπλώνει στα μεσούρανα η φωνή.
Πού και πού ν' ανεβάση και κανένα μελάτι. Επείσμωνε τότε ο μηχανικός και άρχιζε το βρισολούσι: — Αμ και στον Περαία να βούταγες, καϋμένε, κάτι περσότερο θα έβγαζες. Ή μήπως είδες το ψάρι κ' εβιάστηκες ν' ανεβής. Μωρέ το παληκάρι της φακής! Ο Ραφαλιάς εφουρκιζόταν στα λόγια του· αλλά και τι να κάμη; Οι μηχανικοί όλοι τους είνε μια πάστα.
Καταραμένος νάναι από το Θεό. Καταραμένη η ώρα που γεννήθηκε, καταραμένο το καράβι που μας τον έφερ' εδώ αντί να τον πνίξη 'κει κάτω στα βαθειά κύματα. — Ήσυχάστε, κυρία, είπεν η Βραγγίνα. Πάρα πολλές κατάρες κι' αφορεσμούς λέτε σήμερα. Πού μάθατε αυτό το επάγγελμα; Ποιος ξέρει αν αυτός ο άνθρωπος δεν είναι αποσταλμένος από τον Τριστάνο; — Δεν πιστεύω, δεν τον ανεγνώρισα.
«'Στά Γιάννινα, 'ςτό Κουτσελιό » Κόντεψα να ντροπιάσω » Τα όπλα μου, 'ς το Κουτσελιό, »'Σ εκειό το ρημασμένο, » Είδα το μνήμα μου εκεί » Να χάσκη ανοιγμένο » Εκεί τη δόξα κόντεψα » Την τόση μου να χάσω.»
Ένας λαιμός, που χωρατά καθόλου δεν σηκόνει, κάτι σαγόνια, μάγουλα, και γένεια και μουστάκι, και κάτι μάτια με φακούς, που τα στραβόν' η σκόνη, και πας 'στόν Διαμαντόπουλο και 'στόν Αναγνωστάκη. Κάτι ποδάρια έπειτα με γόνατα και σκέλη κι' όμως κανείς ελεύθερα δεν πάει όπου θέλει, και δυο ξεράδια 'στά καλά των άλλων να ταπλώνης, και δάκτυλα για να μετράς και για να φασκελώνης.
Αγκαλιαστήκανε γλυκά κι' αδερφικά φιλιώνται Κι' ο παντρεμμένος τάλογο ταχυά καββαλλικεύει, Και διαπερνάει θάλασσαις και κάμπους και ποτάμια Και διαπερνάει και βουνά και πάει μακρυά 'ςτά ξένα. Δώδεκα χρόνια πέρασαν και δεκαπέντε μήνες. Ο αφωρεσμένος του αδερφός κ' η σκύλλα του η γυναίκα Γλυκά γλυκά αγαπήθηκαν και πέρναγαν μαζύ τους Και λησμονήθηκε τ' αντρός και τ' αδερφού η αγάπη.
Μόνο στα βιβλία βλέπουμε τέτοια θαυματουργήματα· οι γραμματικές δεν τόχουν τίποτις να βάλουν κοντά κοντά το μουσάων και το μουσών τραβούνε μια γραμμή μεταξύ στους δυο τύπους, έπειτα νομίζει ο καθένας που τα πράματα συνέβηκαν ξαφνικά, σαν που τα είδε γραμμένα, και μ' αφτή την ιδέα κοιμάται ήσυχος.
Χαρούμενο ήταν των τζιτζικιών το λάλημα, γλυκιά και των οπωρικών η μυρουδιά, ευχάριστο και των κοπαδιών το βέλασμα. Θάλεγε κανένας πως και τα ποτάμια τραγουδούσαν, καθώς σιγότρεχαν· πως κ' οι αγέρηδες έπαιζαν φλογέρες, καθώς φυσούσανε μέσα στα πεύκα· πως και τα μήλα ερωτευμένα έπεφταν κάτω· πως κι' ο ήλιος αγαπώντας την ομορφιά, όλους τους ξεγύμνωνε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν