Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
— Μα πώς, αφού έχω αίμα νοθεμένο; του είπε κείνη με πονηρό χαμόγελο. — Σε μένα μιλάς ή στον αδερφό μου; τη ρώτησε πειραγμένος ο Δημητράκης. Εγώ δεν είπα ποτέ τέτοιο λόγο· γιατί με σκας; — Γιατί σ' αγαπώ· φώναξε η κόρη ακράτητη. Την άλλη μέρα που ξεμυστηρεύτηκε την απόφασή του στον Αριστόδημο, εκείνος σούφρωσε τα φρύδια του κ' έμεινε σκεφτικός για πολλή ώρα.
Μόνο να, πρέπει να φύγω∙ έφτασε η ώρα.» «Πήγαινε τότε στο καλό.» Εκείνος έμεινε για μια στιγμή σκεφτικός: του φάνηκε πως κάτι ξέχασε, όπως όταν είναι να ταξιδέψουμε και διερωτόμαστε εάν τα έχουμε πάρει όλα. «Ντόνα Νοέμι, έχετε κάτι να με διατάξετε;» «Όχι, τίποτε. Μου φαίνεται μόνο πως δεν είσαι καλά∙ είσαι άρρωστος; Μείνε εδώ, θα καλέσουμε το γιατρό.
— Πέτρα στην πέτρα — σπάσανε κι οι δυο εψιθύρισε στ' αφτί του Ζάρακα ο Θεομίσητος. — Ντροπή επί τέλους! του είπε κείνος αυστηρά. Η Ελπίδα κι ο Δημητράκης γονατιστοί ζερβόδεξα στον Αρχαιολόγο του σφούγκιζαν τα αίματα κ' έκλαιγαν σιγαλά. Ο Αλαμάνος σκεφτικός προσπαθούσε να τον απαλλάξη από τα συντρίμματα. Μια στιγμή άνοιξε τα μάτια εκείνος και τους κύτταξε περίεργα.
Εκείνοι μουρμούριζαν κι οι δυο: — Φτώχεια μεγάλη, δέσποτά μου. Εμείς χαραμήδες δεν είμαστε. Να που μας έβαλε, βλέπεις, ο Τρισκατάρατος.. Η φτώχεια..... Ο ηγούμενος τους απόκοψε αυστηρός: — Όποιος είνε φτωχός δε κλέβει. Και τη φτώχεια ο Θεός την έδωσε. Κατακολαστήκατε σήμερα, κι ο Θεός να σας συχωρέση..... Κι απόμεινε σκεφτικός. Ύστερα τους ζύγωσε και τους έλυσε τους αγκώνας.
Η γιαγιά μου όμως λέει ότι μπορεί να είναι από τον κυρ Τζατσίντο, τον ανιψιό που έχουν οι κυράδες σας». Ναι, ο Έφις το ένοιωθε• έτσι πρέπει να ήταν. Έξυνε ωστόσο σκεφτικός το μάγουλο, με χαμηλωμένο το κεφάλι, και έλπιζε αλλά και φοβόταν μήπως κάνει λάθος.
Η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι και με το χέρι της μέσα στο αλεύρι τράβηξε πίσω τη μαντίλα της. «Την άκουσες;», είπε χαμηλόφωνα υπονοώντας την Νοέμι. «Πάντα η ίδια! Η περηφάνια την κουμαντάρει......» «Δίκιο έχει!» είπε ο Έφις σκεφτικός. «Όταν είναι κανείς ευγενής είναι ευγενής, ντόνα Ρουθ. Βρίσκεις ένα νόμισμα χωμένο μέσα στη γη.
Ο Έφις κοίταζε σκεφτικός καταγής, ανάμεσα στα γόνατά του. «Πρέπει να επιστρέψω;», αναρωτιόταν. «Λες να πιστέψουν ότι με φέρνει ο καλός άνεμος;» Και άξαφνα, για μια στιγμή, στενοχωρήθηκε που η ντον Νοέμι είπε το ναι πριν εκείνος γυρίσει. Αμέσως όμως σηκώθηκε μετανοιωμένος, ταπεινωμένος.
Αυτός ήταν τόσο απελπισμένος που αποφάσισε να αυτοκτονήσει, αλλά έσκαψε εκεί που η κυρία είχε ονειρευτεί και τώρα είναι τόσο πλούσιος που μπορεί να δίνει είκοσι χιλιάδες λιρέτες σε μα γυναίκα….» «Γιατί δεν παντρεύτηκε εκείνη που ονειρεύτηκε την πετρελαιοπηγή; Μήπως ήταν κιόλας παντρεμένη;», ρώτησε σκεφτικός ο Έφις.
Στο ζητώ στην ψυχή του αφεντικού σου.» Ο Έφις έγινε σκεφτικός. «Ναι, ένα βράδυ, στο πανηγύρι, μου είπε: θα την παντρευτώ…. Για να σου μιλήσω ευσυνείδητα όμως πιστεύω ότι δεν μπορεί να το κάνει.» «Γιατί; Αυτός δεν είναι ευγενής.» «Επαναλαμβάνω, γυναίκα. Δεν μπορεί!», είπε ο Έφις εντονότερα. «Όσο για λεφτά, έχει∙ αυτό δα φαίνεται. Ξοδεύει ασυλλόγιστα.
Πέρα μπροστά στην πύλη της τάπιας του Αράπη, που ήταν μέσα οι φυλακές, παράμερα από τη σκοπιά του τη λιθόχτιστη, βαρύς και σκεφτικός επηγαινορχόταν πέρα δώθε ο σκοπός με το όπλο του στον ώμο περασμένο, κ' έπαιρνε απόξω το σουλάτσο του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν