Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Και όταν φάνηκε να τα έχει πει όλα, όλη την περασμένη δυστυχία, όλη τη λάμψη που υποσχόταν το μέλλον, τότε μίλησε κι εκείνη, αλλά σιγά, ανασηκώνοντας μόλις τα μάτια, σαν να μιλούσε μόνο με αυτά. «Μην το σκέφτεσαι τόσο Έφις, μην ανακατεύεσαι περισσότερο στις δικές μας υποθέσεις.
Ύστερα από πολλών ημερών δρόμον, έφθασα εις τούτον τον τόπον, και βλέποντας ετούτο το εύμορφο λειβάδι, ηθέλησα να αναπαυθώ κάμποση ώρα, και ξεπεζεύοντας επήγα σιγά, εις το παλάτι, εκεί που βλέπεις εκείνα τα εύμορφα δένδρα και εκάθησα υποκάτω εις ένα από αυτά, κοντά εις το οποίον έτρεχεν ένα κρυσταλλώδες νερόν.
Ήθελε να τα ίδη ακόμη τα παιδία, να χαρή εις την θλιβεράν θέσιν των, να τα ίδη σιγά σιγά καλυπτόμενα υπό της χιόνος, ήτις να υψωθή εις πυραμίδα περιφανή, αιώνιον της ισχύος της μαρτύριον. Κ' έχαιρε τόρα και ανεκινείτο κ' εχοροπήδα ευτυχής διότι το κατώρθωσεν. Αίφνης όμως ερρίφθη προς τα οπίσω έντρομος, λυσσαλέα, στυλωμένους κρατούσα επί της πυράς μεγάλους, κατακόκκινους οφθαλμούς.
Ο Κατούνας όρθιος, με την ποδιάν κρεμαμένην εκ της οσφύος, περιέμενε, πριν ή αποκοιμηθή, να κενώσωσι τα ποτήρια οι δύο πόται, ίνα παραγγείλωσι και άλλον οίνον. Οι δύο ούτοι ηλιοκαείς άνθρωποι συνδιελέγοντο σιγά, ενώ έπινον. Ο Κατούνας ουδέ λέξιν ήκουεν. Εις μάτην έτεινε τα ώτα. Είνε αληθές ότι οι δύο ομιληταί δεν επεθύμουν προφανώς νακουσθώσι.
Καθόμουνα εκεί κυριεμένος τόσο από το αίστημα αυτό, ώστε λησμόνησα πως δεν είμουνα μόνος κι όταν άκουσα τη φωνή της γυναικός μου, ταράχτηκα, σα να ξύπνησα σε μια νέα πραγματικότητα. Μιλούσε σιγά σα να μιλούσε με τον εαυτό της και στην αρχή άκουγα τα λόγια χωρίς να τα εννοώ.
Αν η σιωπή βαστούσε παραπολύ, τότε έμπαινε μέσα σιγά σιγά κι αν πάλι η μητέρα δεν τον ήθελε, τότε γύριζε σιωπηλός και καθότανε με υπομονετική φυσιογνωμία, σα να ήξερε πως δεν έπρεπε να ταπαιτή όλα μεμιάς.
Μην κάνεις έτσι Αννούλα μου, παιδί μου. Θα περάση, δεν είναι τίποτα. Είναι της φαντασίας σου. ΑΝΝΟΥΛΑ. Όχι! όχι, δεν είναι της φαντασίας μου. Να, άκου, άκου! Από κει είναι, από κει. Σηκώνεται ύστερα σιγά σιγά και προχωρεί φοβισμένη στο παράθυρο. Να, να! γλυστρά, αυτή η μαυρίλα, γλυστρά πάνου στο δρόμο, και μουγγρίζει, ακούτε πώς μουγγρίζει; — και προχωρεί προς τα εδώ, όλο προς τα εδώ.
Έπειτα σφύριξε σιγά να νιώσει ο σύντροφός του. Μα έστεκε αφτός κι' ανάδεβε τι πιο σκυλήσο τάχα να κάνει, ή τ' αμαξόκουτο συρτό από τ' ατιμόνι μ' όλα τα χαλκοπλούμιστα μέσα άρματα να πάρει — ή και ν' αρπάξει το αψηλά κουβαλητό στους ώμους — 505 για απ' των Θρακώνε το σωρό να σφάζει ακόμα κι' άλλους.
Το κατάλαβε η σλαβική προπαγάντα και σαν καλό της φάνηκε να κατεβαίνουν Σλάβοι στα νότια και να ζυγώνουν στην Άσπρη Θάλασσα, στη Θράκη και στη Μακεδονία, σε τόπους δηλαδή ελληνικούς, και ναγοράζουνε χτήματα. Αυτός είναι μεγάλος κίντυνος για το έθνος μας, για όσους έχουνε μάτια και βλέπουν. Γυρεύουν οι Σλάβοι σιγά σιγά να μας πάρουν το χ ώ μ α .
Ευθύς επερικύκλωσαν αυτόν, κατ' αρχάς μακράν είτα, λαμβάνοντα θάρρος εκ της ανεκτικότητος του εργάτου, πλησιέστερον και ήρχισαν να υβρίζουν, να πτύουν και να ρίπτουν τον βόρβορον του δρόμου κατ' επάνω του. Ένα τούτων, τολμηρότερον των άλλων, επλησίασε σιγά σιγά εκ των όπισθεν και είλκυσεν αυτόν τόσον βιαίως εκ του καπότου ώστε έπεσεν η κανδήλα από τας χείρας του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν