Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


Και σιγά σιγά τη θέση της έκπληξης την πήρε ένα κύμα χαράς, μια επιθυμία να γελάσει: και γέλασε, και όλος ο ουρανός τριγύρω γέμισε χρώματα, γαλάζιο και τριανταφυλλί, και οι παπαδίτσες τραγουδούσαν ανάμεσα στους θάμνους. «Να», σκεφτόταν. «Ο Θεός με ξαλάφρωσε από τον ένα σύντροφό μου. Τι βάρος μου πήρε

Μ' αν θέλη την καρδιά μου να την κάνη χάρισμα, άδικα πασχίζει κι' αγωνίζεται. Αυτή δεν την ορίζει. Και σκύβοντας λυπητερά το κεφάλι του, για να κρύψη δυο δάκρυα που στάζανε στα χλωμά του μάγουλα, είπε σιγά: — Αλλοίμονο! Ούτ' εγώ ατός μου την ορίζω. Κ' έφυγε βιαστικά, πνίγοντας ταναφυλλητά του στήθους του. Το βασιλόπουλο κρέμασε το τουφέκι στον ώμο και ξεκίνησε για το βουνό.

ΜΕ ένα πάτημα τρεμουλιαστό, συρτό, αβέβαιο, που έδειχνε μιαν τελείαν εξάντλησιν, μ' ένα ραβδί, με γυριστή λαβή, στο χέρι, επροχωρούσε, σιγά σιγά, η γρηά η εκατόχρονη.

Ο Τζατσίντο δεν ξέχασε ποτέ τα μάτια του Έφις εκείνη τη στιγμή: μάτια που έμοιαζαν να ικετεύουν από το βάθος μιας αβύσσου, ενώ το χέρι που έσφιγγε το δικό του τον τραβούσε προς τα κάτω, προς τη γη, και το σώμα του υπηρέτη διπλωνόταν και σιγά σιγά κατέρρεε. Εκείνος όμως σιωπούσε. Ο Έφις του άφησε το χέρι, διπλώθηκε και έπεσε.

Κανένα άλλο μνήμα δεν είναι τόσο ωραίο, τόσο περιποιημένο, τόσο πλούσια στολισμένο ίσια ίσια τώρα που ο χινοπωριάτικος άνεμος συνταράζει τα δέντρα. Γελά τότε από χαρά και ξαναμιλεί σιγά και γκαρδικά σε κάποιον, που δεν τονέ βλέπει κανείς. Έπειτα πηγαίνει στο αμάξι, που περιμένει στην πύλη του νεκροταφείου, και γυρίζει μ' αυτό στο σπίτι.

Όταν λοιπόν επέλθη θάνατος εις τον άνθρωπον, καθώς φαίνεται, το μεν θνητόν μέρος αποθνήσκει, το δε αθάνατον σηκώνεται και φεύγει απείρακτον και άφθαρτον, αφού σιγά σιγά δώση τόπον εις τον θάνατον. Έτσι φαίνεται, είπεν ο Κέβης.

Ανωρθώθην ολίγον και έκυψα σιγά προς τα εμπρός, προσέχων να διαφύγω όσον ήτο δυνατόν το άγριον βλέμμα του διδασκάλου. Είδα δε τον Αλέξανδρον κρατούντα εις χείρας του και δεικνύοντα εις τους γείτονάς του ισομεγέθη χαρτίων τεμάχια με περιέργους τύπους σημείων ερυθρών και μελανών, και με διπλάς εικόνας ανδρών, γυναικών και γερόντων. — Αυτά είνε χαρτιά, που παίζουν, έλεγε σιγά ο Σοφής.

Επήρε ξυλάρια και ξυλόκλαδα, από ένα σωρόν παρά την γωνίαν, έρριψεν ολίγα εις την εστίαν, εφύσησε κ' εξάναψε την φλόγα. Έλαβεν ένα ιμβρίκι, το οποίον ευρίσκετο επί της εστίας, το εγέμισε νερόν, έψαξεν εις το καλάθι της, επήρε δύο ή τρία κλωναράκια βοτάνων, τα έρριψε μέσα, κ' έβαλε το αγγείον εις το πυρ. Είτα, νεύουσα προς το μέρος της λεχώνας, είπε σιγά εις την γραίαν·

ΑΛΚΗΣΤΙΣ Δεν βλέπεις; Κάποιος έρχεται κοντά μου να με πάρη. Εις στα παλάτια των νεκρών κάτω σιγά με σέρνει είναι θεός με τα φτερά. Τα μάτια του πετούνε κάτω από τα βλέφαρα αγριεμμένο βλέμμα. Α, άφησε με, άφησε. Τι θέλεις να με κάμης; Τι δρόμος τάχα η άμοιρη είναι αυτός που παίρνω; ΑΔΜΗΤΟΣ Είναι ο δρόμος θλιβερός για όσους σ' αγαπούνε για τον φτωχό σου σύζυγο, για τα παιδιά που κλαίνε.

Μερικοί μιλούσαν για της δουλιές τους μεγαλόφωνα, άλλοι σιγά ελέγανε τι ετοιμαζότανε στο σπίτι μέσα. Και αληθινά κάτι τι πολύ τολμηρό ετοιμαζότανε στο σπίτι. Αυτό, ανοιχτό στην αρχή, έπειτα εκλείσθηκε και σαν να μην έδινε σημείο πως ήταν μέσα του ζωή. Κλειστά τα πορτοπαράθυρα, και μόνο από της χαραμάδες εφαινότανε φως.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν