Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Εγώ τουλάχιστον, σε βεβαιόνω, εξηκολούθησεν η αγαθή γυνή μετά πικρού μειδιάματος, κατήντησα να μην ομιλώ παρά όταν μαλόνω τους υπηρέτας . . . . Αυτοί οι πτωχοί με το τίποτε είνε πάντα ευχαριστημένοι, εύθυμοι, διασκεδάζουν αδιάκοπα, τραγουδούν, χορεύουν, χαίρονται την ζωήν των τέλος πάντων. Διατί αυτό; — Διατί! είπε καθ' εαυτόν ο χρηματιστής, περιπατών σιγά άνω κάτω εν τη αιθούση.
Μέσα εις ένα ευώδη πευκώνα χωμένον το ερημικόν παρεκκλήσιον, υπό συστάδα υψηλών και μονοκόρμων πεύκων, ήτο εκεί ως μία φωλεά ευλαβείας και κατανύξεως. Υπάρχουν εις τας νήσους πολλαί τοιαύται ευλαβητικαί απολαύσεις, όπου, ο άνθρωπος σιγά σιγά γίνεται χριστιανός, ειρηνικός και εύσπλαχνος.
Η Ελπίδα έλεγε το μυρολόι της σιγά και ταπεινά, σα βρυσούλα που κλαίει την ερμιά της μέσ' στο δάσος. Τα λόγια της ήταν απλά και συνειθισμένα· μα τους έδινε τέτοιο αίσθημα η λαλιά της που τάκανε ουρανοκατέβατα. Ο πόνος πάλαιβε με το πάθος και το πάθος με το θρίαμβο μέσα τους.
Ευτυχώς συμβαίνουσιν ενίοτε και τα δύο συγχρόνως, . . . πολλάκις δε της φαιδράς ομηγύρεως τα χειροκροτήματα δεν περιμένουσιν ούτε της μιας ούτε του άλλου το τέλος. Εις τας γωνίας της αιθούσης, απομεμονωμένοι σχεδόν ανά δύο, ψιθυρίζουσιν ατάραχοι οι νεώτεροι και αι νεώτεραι. Ομιλούσι σιγά, αλλ' ακούονται μεταξύ των, διότι δεν ακούουσι τον θόρυβον.
Έτσ' η συνείδησις δειλούς όλους μας κάμνει, κ' έτσι το φυσικό της αποφάσεως χρώμα νεκρόνει ο λογισμός με την χλωμήν θωριά του, ώστε μ' αυτόν τον δισταγμόν έργα μεγάλης ουσίας στρέφουν απ' το ρεύμα τους και χάνουν και τ' όνομα της ενεργείας. Σίγα, τώρα! Η εύμορφη Οφηλία; — Νύμφη, 'ς ταις ευχαίς σου μνημόνευ' όλα τ' αμαρτήματά μου. ΟΦΗΛΙΑ Κύριε, πώς ήσουν ταις πολλαίς ημέραις 'πού δεν σ' είδα;
Τα μάτια της κυττάζανε τα δικά του και τα μάτια τους λέγανε λόγια αγάπης. Ο φιλόσοφος έγυρε τότε το άσπρο του κεφάλι απάνω στα γυμνά στήθη της κοπέλλας. Μα η καρδιά της δε κτυπούσε. Μόνο το στήθος ανεβοκατέβαινε σιγά σαν ελαφρό κυματάκι. Κι' ο φιλόσοφος θαρρούσε πως ονειρεύεται, γιατί ποτέ του δεν είχε γνωρίσει τη ζωή και την αγάπη. Η κοπέλλα τότε έσκυψε αποπάνω του.
Και στέκει η Ίριδα σιμά στο γέρο, και τον κράζει σιγά λαλώντας, κι' έπιασε το γέρο ως μέσα ο τρόμος 170 «Γιε του Δαρδάνου, έλα καρδιά, μη βάνει ο νους σου φόβο. Δεν ήρθα εγώ γιατί δεινά θωρώ που σου πλακώνουν, Μον ήρθα με καλούς σκοπούς. Του Κρόνου ο γιος με στέλνει, που κι' απ' αλάργα σε πονάει και σε φροντίζει πάντα.
Όταν έφτασε στο κάτω μέρος τον βράχον, κάθησε ξεψυχισμένη κέβλεπα το στήθος της νανατινάσεται με αγωνία. Έτρεξα να πάω κοντά της, αλλά μούγνεψε με το χέρι να μείνω εκεί πούμουν. Έμεινε κάμποση ώρα στην ίδια θέση κέπειτα σιγά σιγά ανέβηκε το λίγο μέρος του βράχον, για να φτάση έως στο δέντρο. — Δε μπορώ, παιδί μου, είπε με φωνή πολύ αδύνατη και κομμένη. Εγώ, πρέπει, δεν είμαι μπλειο για ζωή.
Εν πολέμω κ' εν ειρήνη είχον την τακτικήν των, ζηλεμμένην τακτικήν κ' εσέβοντο τους καπετάνους, τους οποίους αυτοί οι ίδιοι ανηγόρευον, εκτιμώντες την αξίαν και υπεροχήν των. — Έτοιμοι, παιδιά; ηρώτησεν αίφνης, σιγά πλησιάζων προς αυτούς ο Μακρής. — Έτοιμοι, καπετάνε. — Εμπρός!. . .
Δίχως άλλο γυρίζει από τη φίλη του και βλέπει ακόμη όνειρα γι' αυτή. Δε θάτανε ευγενικό να τον ξυπνήσουμε. Μόνο ακολούθα με από μακρυά». Έφτασε τον Ντινάς, έπιασε σιγά το άλογο από τα γκέμια, κι' αθόρυβα εβάδισε δίπλα του. Στο τέλος ένα σκόνταμα του αλόγου ξύπνησε τον Ντινάς. Ανοίγει τα μάτια, βλέπει τον Τριστάνο, διστάζει: «Συ, Τριστάνε, εσύ! Ο Θεός να ευλογήση την ώρα που σε ξαναβλέπω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν