Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


Φιδωτό το ποτάμι στα λιβάδια, σέρνονταν προς το πέλαγο σιγαλινά κι αργά πολύ, σαν πεζόδρομος, οπού διαβαίνοντας γλήγορος κακοτράχαλα και δυσκολοπάτητα βουνά, πέφτει στερνά στον απλωτό κάμπο, όθε ξαγναντίζει το καλύβι του, και κοντοκρατάει την περπατησιά του και πάει σιγά σιγά, ξαποσταίνοντας και ξιδρώνοντας. Ο ουρανός απάνου γιόμοζε απ' αμέτρητ' αστέρια.

Η Μάρω κλαίουσα έδεσε διά της ερυθράς μεταξίνης ζώνης της τον λαιμόν του και ο Γιάννος την ακολούθει ήδη πιστώς κ' ευπειθώς εν τη αδιεξόδω και ατελευτήτω εκείνη πορεία. Μετά μικρόν η Μάρω ήρχισε ν' ανησυχή. Η ημέρα σιγά σιγά ολιγόστευε και μετ' ολίγον η νυξ θα κατέβαινε, μαύρη και απειλητική.

Εξήλθε και η ηλικιωμένη γυνή, παρέλαβεν εις τας αγκάλας της και απεβίβασε και τον γέροντα πηδαλιούχον ως σάκκον πλήρη και αυτόν, όστις αμέσως με δύο χονδράς ράβδους επιστηριζόμενος ανήρχετο σιγά- σιγά τον ανήφορον, εν ώ αι τέσσαρες νεάνιδες και η άλλη γυνή, φορτωθείσαι ανά δύο ογκώδεις σάκκους, έσπευδον προς την οικίαν των, αφού προσέθεσαν εν ασφαλεία την λέμβον.

Είμαι και γω δίχως ελπίδα· μα κοίταξε το βουνό, όχι όταν αστραποβολά και μουγγρίζει, διές το σαν πέρασαν αιώνες κ' ησύχασε πια. Έσβησε το καμίνι· λίγο λίγο στρώθηκε και πάγωσε το χώμα· η τρύπα η αναμμένη που βροντούσε, έκαμε πάτο βαθιά κάτω στη γις και δε σαλέβει. Σώπασαν όλα. Από τα σύννεφα απάνω πέφτουν πέφτουν οι βροχές κάθε μέρα. Ανεβαίνουν τα νερά και ξαπλώνουνται σιγά σιγά σα γαλήνη.

Από τη στιγμή αυτή, περνώντας για φίλος, το Δάφνη σιγά- σιγά δεν τον επρόσεχε καθόλου, μα μονάχα στη Χλόη έφερνε κάθε μέρα ή φρέσκο τυρί ή στεφάνι άνθινο ή όμορφο μήλο· της επήγε κάποτε και μουσχάρι στο βουνό γεννημένο και καρδάρα χρυσοκέντητη και τα μικρά βουνήσιων πουλιών.

Φαντάζομαι δε πού θ' αναβή ο ενθουσιασμός σου αυτός ακόμη, όταν σιγά σιγά περιπλεύσης ανέτως, όχι δι' ατμοκινήτου αλλά διά μικράς λέμβου, την λίμνην ολόκληρον, ή περιέλθης ανέτως τας όχθας της, και επισκεφθής και θαυμάσης τας μαγευτικάς εκείνας επαύλεις, αίτινες κοσμούσι τους χλοερούς των λόφους.

Καλά, . . και τώρα ενθυμήθης να πάρης γάντια, ευλογημένη; — Το ελησμόνησα· τι θέλεις να κάμω τώρα; — Μη χειρότερα! εψιθύρισεν ο σύζυγος, και διεβίβασε την παραγγελίαν εις τον υπηρέτην, όστις απήντησε μεν μεγαλοφώνως·Πολύ καλά, αφέντη, αμέσως! Αλλ' εψιθύρισεν όμως σιγά και ήκιστα ευσεβάστως·Μα . . . αφεντικά, αλήθεια, που όχι καλλίτερα.

Η Ψυχή προσεποιήθη και αυτή κατ' αρχάς την κοιμωμένην, και η αναπνοή της ηνώθη επί μικρόν προς την ατάραχον πνοήν του Έρωτος· αλλά μετ' ολίγον απέσυρε σιγά σιγά τον τράχηλον της υπό την κεφαλήν του θεού, κατέβη της κλίνης, και βαίνουσα γυμνόπους επ' άκρων δακτύλων έλαβε τον υποκλαπέντα λύχνον από της κρύπτης του· τρέμουσα δε όλη και κρατούσα την αναπνοήν αυτής, αλλά μάτην προσπαθούσα να κρατήση και της καρδίας της τους παλμούς, επλησίασεν εις την κλίνην, όπου νήδυμον και βαθύν εκοιμάτο ύπνον ο νεαρός θεός.

Αλλ' αυτός ο Τιμοκλής δεν μου αρέσει• όπως τρέμει και συγκινείται, θα μας πάρη στο λαιμό του• πολύ το φοβούμαι• είνε φανερόν ότι δεν μπορεί ν' αντιπαραταχθή προς τον Δάμιν. Αλλ' ας ευχώμεθα υπέρ αυτού. το μόνον το οποίον δυνάμεθα να κάμωμεν• σιγά όμως διά να μη ακούση ο Δάμις . ΤΙΜΟΚΛΗΣ. Τι λέγεις, ιερόσυλε Δάμι; ότι δεν υπάρχουν θεοί και ότι δεν προνοούν περί των ανθρώπων;

Φιδωτό το ποτάμι, στα λιβάδια, σέρνονταν προς το πέλαγο σιγαλινά κι αργά πολύ, σαν πεζοδρόμος, οπού διαβαίνοντας γλήγορος κακοτράχαλα και δυσκολοπάτητα βουνά, πέφτει στερνά στον απλωτό κάμπο, όθε ξαγναντίζει το καλύβι του, και κοντοκρατάει την περπατησιά του και πάει σιγά σιγά, ξαποσταίνοντας και ξιδρώνοντας. Ο ουρανός απάνου γιόμοζε απ' αμέτρητ' αστέρια.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν