Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Τα παιδιά την έβλεπαν ακίνητα, με αγάπη. Σε λίγο μπήκε ο γαμπρός της· δουλευτής άνθρωπος εφαινότανε· εφίλησε το χέρι της γιαγιάς και είπε σιγά της γυναίκας του. — δεν είνε καθόλου καλά η μάννα . . . Σε λίγο από το διπλανό σπίτι ακούστηκε λεπτή γλυκειά φωνούλα να ψάλλη «Χριστός γεννάται». Η κόρη πήγε να κάμη καφέ της μάννας της.
Παραπατώντας και γατζώνοντας απάνω στις γυναίκες που την κρατούσανε, σίμωσε το γιατρό. — Γιατρέ μου, πώς τον βλέπεις; Μίλα μου, γιατρέ μου... Κ' έμπηξε ένα ξεφωνητό πάλι — Ήσυχα, είπαμε, γιατί θα σε βγάλω και σένα όξω, είπε αυστηρά ο γέροντας... Να μη μας χαλάς ό,τι φτειάνομε. Κατάκιασε λιγάκι και ξαναρώτησε σιγά: — Πώς τονέ βλέπεις, γιατρέ μου; — Θα γίνη καλά! είπε μασσημένα ο γιατρός.
Άλλο μέτρο ριζοσπαστικό του Ιουστινιανού είναι που κατάργησε την Υπατεία . Ο Ύπατος από ανώτατος άρχοντας που είτανε στους παλαιούς καιρούς της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας κατάντησε ύστερ' από τον Αύγουστο σιγά σιγά γυμνός τίτλος που τονέ δίνανε σ' έξοχους ανθρώπους· και σ' άλλο δε χρησίμευαν παρά να γίνουνται αφορμή να πανηγυρίζη ο κόσμος την Πρωτοχρονιά μ' έξοδά τους.
Τοιούτοι και οι έναυλοι εν πάση μνήμη τέσσαρες πρώτοι στίχοι της « Φροσύνης »: Επέσανε τα Γιάννινα σιγά να κοιμηθούνε, Εσβύσανε τα φώτα τους, εκλείσανε τα μάτια Η μάνα σφίγγει το παιδί βαθειά στην αγκαλιά της Γιατ' είναι χρόνοι δύστυχοι και τρέμει μη το χάση.
Τότε εσκέφθη να πάρη το καλάθι της και το ραβδί της, να εξέλθη από την μικράν κόγχην, ν' αναβή επάνω εις την λόχμην την σύδενδρον, και να πάρη σιγά το ρέμμα-ρέμμα, και ν' αρχίση πάλιν, την παλαιάν της τέχνην, να ψάχνη προς ανεύρεσιν βοτάνων — τα οποία δεν ήξευρε πλέον εις τι θα της εχρησίμευον, αφού δεν είχε πλέον εις τον κόσμον άλλο άσυλον, ειμή την ειρκτήν και μόνην.
Τότε εισέρχεται ο έντιμος Α . . . , βγάζει το καπέλλο του, ενώ με προσβλέπει, έρχεται κοντά μου, και λέγει σιγά σιγά: — Σου συνέβη κανένα δυσάρεστον: — Εμένα; είπα. — Ο κόμης σε έδιωξεν από την συντροφιά. — Να την πάρη ο διάβολος! είπα· ευχαριστήθηκα που βγήκα εις τον καθαρόν αέρα. — Καλά, είπε, που το παίρνεις ελαφρά!
Κατάρραχα το βουνό της Καστρίτσας ανοίγεται απλωτό και καλόχτιστο και πέφτει σιγά σιγά κι ομαλά κατά την άκρα του προς τη λίμνη.
Πώς ό,τι μας έμεινε δικό μας σιγά σιγά ταποσκυβαλίζουμε· εξόν αν είναι τούρκικο, καθώς είναι να πούμε ταγαλίκι, η στενοκεφαλιά, και το πείσμα. Άκου τώρα, να δης. Τη γλώσσα μας, την πετάξαμε. Τα τραγούδια μας, τα πετάξαμε. Τους χορούς μας, τους αρνηθήκαμε. Τα τουφέκια μας, αν μένουν ακόμα σ' αυτά τα μέρη, ο λόγος είναι που δεν έλειψαν οι λαγοί.
ΓΟΝΕΡ. Αυτά θα ημπορούσες να μας τα λέγης, το πολύ, εάν τον είχες άνδρα. ΡΕΓ. Φυλάξου, τ' αναγέλασμα μη γίνη προφητεία. ΓΟΝΕΡ. Σιγά, και αλλοιθώριζε το 'μάτι 'που σου το 'πε. ΡΕΓ. Καλά δεν είμαι, ει δε μη, ν' αποκριθώ θα είχα, καθώς σου πρέπει! — Στρατηγέ, πάρε τους αιχμαλώτους και την κληρονομίαν μου και τα στρατεύματά μου κ' εμένα, — όλα πάρε τα, — τα πάντα ιδικά σου!
Ήτον καιρός οπού κ' εγώ 'φορούσα προσωπίδα, και ήξευρα εις το αυτί μιας νέας να λαλήσω και να ειπώ σιγά σιγά εκείνα που αρέσουν αλλά επέρασ' ο καιρός, επέρασε και 'πάγει. — Καλώς ωρίσατ' άρχοντες. — Αι μουσικοί, λαλείτε! Ολίγον τόπον κάμετε! — Κορίτσια, σηκωθήτε!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν