Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Μήγαρις ο Μανώλης δεν ήτονε παρακαλετός να πάρη και καλή κοπελλιά και περιουσία; τι των εζήλεψε των Θωμαδιανών; τα πλούτη των ή την ανθρωπιά των; Λένε πως το παιδί δεν πρέπει να κάνη τίποτε χωρίς τη βουλή των γονέων του, μα σαν οι γονέοι δεν θωρούν το σωστό και πάνε να κάψουν το παιδί των, και το παιδί πρέπει να κάνη της κεφαλής του, μου φαίνεται.
Οι πύργοι του ακόμη σώζονται σπαρμένοι εδώ κ' εκεί σε όλα τα κορφοβούνια, από τον Αρχάγγελο ως τη Μονοβάσια, δόξα στ' όνομά του και ντροπή στους δούλους του. Μα καμμιά φορά τα πλούτη και η δύναμις δεν φέρνουν τη χαρά και την ανάπαυσι. Ο Μπέης και η Μπέησα είχαν ακοίμητη οχιά τη λύπη που δεν αποχτούσαν ένα παιδί.
Δε βάσταξε πια τότες, μόνο ξεφώνησε « Τώρα τα βλέπω και γω με τα μάτια μου όσα τόσους χρόνους τάκουγα και δεν τα πίστευα, τόσα αξετίμητα πλούτη, τόσα θεϊκά μεγαλεία!» Η θέα της πεντάμορφης Πόλης, τα θεόρατα τειχίσματά της, τα μαρμαρόχτιστα χτίρια, ο λιμένας με ταρίφνητά του καράβια, όλ' αυτά τον ξετρέλαναν και ξαναφωνάζει «Μα την αλήθεια επίγειος Θεός είναι ο Ρωμαίος ο Αυτοκράτορας.
Όταν δε συνήλθα εις τον εαυτόν μου και στοχαζόμενος ότι τα πλούτη είναι πρόσκαιρα και εύκολα φθείρονται, μάλιστα με την τρυφηλήν ζωήν που εγώ έως τότε έζησα και εάν ακολουθήσω και εις το εξής με την ιδίαν γνώμην και ζωήν, θέλω εξοδεύσει τα πάντα και θέλω μείνει πένης πενήτων και όσοι ήσαν φίλοι μου εις την ευτυχίαν μου και εξεφάντωναν μαζί μου, τότε θέλουν με αποστραφή και θέλουν με περιπαίζει, όθεν θέλω γίνει παίγνιον εις τον κόσμον δυστυχής εις το επίλοιπον της ζωής μου, άχρηστος εις την πολιτείαν και τέλος πάντων πλανώμενος ένθεν κακείθεν θέλω χαθή απελπισμένος· λοιπόν τι μέλλει γενέσθαι περί εμού;
Φτωχός δε θάναι ο άνθρωπος που θε του πάνε τόσα, 125 άδιο δε θάναι από χρυσό και βιος τ' αρχοντικό του αν έχει όσα μού κέρδισαν τ' αλόγατά μου πλούτη.
Αυτά είναι τα ιδικά μου πλούτη. Φαντάσου η κοκκώνα Κατίγκω να εκτιμήση της εικόνες σου. Δ ώ ρ α. Μπράβο, Άννα, μπράβο! Έφερες και τα χρυσά πιάτα της Κιρκασίας. Μ α ρ ί α. Τα χρυσά πιάτα να επιστραφούν γλήγωρα. Δ ώ ρ α. Τα χρυσά πιάτα θα μείνουν, γιατί η ευτυχία εδώ τρώγεται μόνο σε χρυσά πιάτα. Αδύνατον να βάλη κανείς τάξι μέσα δω. Μ α ρ ί α. Δεν πειράζει, Δώρα μου. Εδώ είναι το εργαστήριό μου.
Δεν της έλειπε όμως, σα γυναίκα που είταν, και κάμποση τετραπερωσύνη, και δείγμα της πρόχειρο έχουμε την παγίδα πούστησε του εχτρού της του Ιωάννη Καππαδόκη για να τον ξεκάμη, όταν τον έμπλεξε, με τη βοήθεια της γυναίκας του Βελισαρίου της Αντωνίνας, σε συνωμοσία εναντίο του Αυτοκράτορα, και ξορίστηκε τότε στην Κύζικο κ' έγιν' εκεί ιερέας . Και μάλιστα μήτε τότες δεν τον άφησε η Θεοδώρα ήσυχο, ώσπου τον ξεγύμνωσε απ' όλα τα πλούτη του.
Ο αδελφός μου εις τον καιρόν που έλειψα εκυβέρνησε κακώς τα υπάρχοντά μου, και σχεδόν τα εκατάφθειρε· και εις τον ίδιον καιρόν έκαμε και την Γαντζάδα να στεφανωθή εκείνον τον νέον, όντας φίλος του· δεν εμεταχειρίσθηκα τον αδελφόν μου διαφορετικώς από την γυναίκα μου· και αλησμονώντας τα περασμένα, άρχισα να ζω καθώς και το πρώτον με μεγαλώτατα έξοδα· έξω από το δώρημα του Ομάρ, το οποίον ήτον αρκετόν διά να ζήσω καθώς ήθελα, έλαβα την καλήν τύχην διά να εύρω ένα θησαυρόν εις το σπήτι μου πολλά πλούσιον και ούτως έκαμα μεγάλα πλούτη, που δεν φθάνω να τα φθείρω με όλην ετούτην την πολυέξοδον ζωήν που κάνω.
Απ' το Ίλιο μ' έφερ' άνεμος 'ς την άκραν των Κικόνων, την Ίσμαρο• κ' εξέκαμα την πόλι και τους άνδραις• Και όσαις γυναίκαις πήραμε και πλούτη από την πόλι, 40 ίσια τα μοιρασθήκαμε να μη κλαυθή κανένας. και τότ' εγώ να φύγουμεν εκείθ' ευθύς με βία παρακινούσα, αλλ' οι μωροί ν' ακούσουν δεν ήθελαν. και αυτού πίνονταν άδολο κρασί πολύ, κ' εσφάζαν 45 εις τ' ακρογιάλι αρνιά πολλά και στριφοπόδα βώδια. πήγαν ωστόσο οι Κίκονες τους Κίκοναις να κράξουν, γείτοναις, 'που πλειότεροι και ανδρειότεροι απ' εκείνους εκατοικούσαν 'ς την στερηά, και απ' τ' άλογα εγνωρίζαν να πολεμούν, ή και πεζοί, αν το 'θελεν η ανάγκη. 50 τόσ' ήλθαν, όσ' η άνοιξι φύλλα φυτρόνει και άνθη, πρωί• τότ' ήλθε του Διός μοίρα κακή κοντά μας των δύστυχων, όπ' έμελλε πολλά να φέρη πάθη. την μάχη στήσαν και άρχισαν προς τα γοργά καράβια, και απ' τα δυο μέρη ερρίχνονταν τα χάλκινα κοντάρια. 55 και όσ' ήτο αυγή και τ' άγιο φως αύξαινε της ημέρας, προς τους πολλούς τον πόλεμον κρατούσαμεν οι ολίγοι• αλλ' άμ' ο ήλιος έγερνεν, όταν τα βώδια λυώνται, τους Αχαιούς εσύντριψαν οι Κίκονες κ' εσπρώξαν. έξι ανδρειωμένοι σύντροφοι μέσ' από κάθε πλοίο 60 χάθηκαν και απ' τον θάνατον σωθήκαμεν οι άλλοι. θλιμμένοι εμπρός επλέαμεν, μακράν από τον χάρο πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι. αλλά δεν μου ξεκίνησαν τα ισόμετρα καράβια, πριν τρεις φωνάξουμε φοραίς τους άμοιρους συντρόφους, 65 όσους 'ς τον κάμπον έστρωσαν τ' ακόντια των Κικόνων. και ο Δίας μας εσήκωσεν ο νεφελοσυνάκτης ζάλην φρικτήν απ' τον Βορηά, κ' ετύλιξε 'ς τα νέφη πόντον και γην, κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα• κ' έτρεχαν επικέφαλα, και τα πανιά τους όλα 70 έσχισεν, ετετάρτιασεν η δύναμι του ανέμου, κάτω τα εσύραμεν ευθύς, μη μας καταποντίσουν, και λάμνοντας εφέραμεν εις την στερηά τα πλοία. ασάλευτοι αυτού μείναμε δυο 'μέραις και δυο νύκταις, και την καρδιά μας έτρωγεν η μέριμνα και ο κόπος. 75 η τρίτη ως έλαμψεν αυγή, τα κάτασπρα πανία εις τα κατάρτια απλώσαμε, καθίσαμε και ωδήγαν τα πλοία μας ο άνεμος ομού και οι κυβερνήταις. και άβλαπτος τότε θα' φθανα 'ς την ποθητήν πατρίδα, αλλ' ως τον Μαληά γύριζα, το κύμα και το ρεύμα 80 και ο Βορηάς πολύ μακράν μ' έδιωξαν των Κυθήρων. κατόπιν άνεμοι κακοί μ' έδερναν εννηά 'μέραις, 'ς την ιχθυοφόρα θάλασσαν ήλθαμε την δεκάτη των Λωτοφάγων εις την γη, 'πώχουν τροφή τους άνθη.
Αφού και είδα ένα τέτοιον υπέρπλουτον θησαυρόν αλησμόνησα πλέον τα όσα ο γέρων μου παρήγγειλε να φυλάξω, και ευθύς άνοιξα τα χέρια εις το να μοιράζω πλουσιοπαρόχως εις κάθε έναν από τα πλούτη μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν