Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025
ΣΩΚΡΑΤΗΣ Όταν αγέρας σηκωθή ξερός, και μέσα τους χωθή, τότε σαν φούσκα της φυσά, όπου με βια της σπάει κι' απ' την πυκνότητα βαρύς έξω ευθύς πηδάει, και τούτο γίνετ' αφορμή, απ' τη μεγάλη την ορμή κι' από τον κρότο τον δικό του, να καίη αυτός τον εαυτό του. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ω, μα τον Δία! να γιατί στων Διασίων τη γιορτή το ίδιο πράμα έπαθα χωρίς να το νοήσω.
Μον ο Τράγος δίχως τόση Προσοχή γι' αυτό να δόση, Πρόθυμος ευτυς πηδάει, Κι' η Αλουπού τον ακλουθάει. 710 Σαν απόπιαν με πολλή τους Και μεγάλην όρεξί τους· Λέγει ο πρώτος, είναι ώρα Να μισέψαμε πλιο τώρα. Και σταφνίζεται να φύγη, 715 Μόνε πούθε, δεν ξανοίγει· Στρίφεται, και αποράει, Τη συντρόφισσα τηράει·
ΕΥΓΕΝΗΣ Σεβαστέ μου Κύριε, να φυλαχθής· τα πέλαγο, αν πηδάει τα όρια του, με ορμήν τόσην δεν κατατρώγει το περιγιάλι, μ' όσην βίαν ο Λαέρτης μ' ανταρτών πλήθος τους φρουρούς σου στρώνει κάτω.
Κι' εκείνος τ' όπλο αφίνει αφτού στον όχτο πλαγιασμένο μες στις μυρχιές, και σα στοιχιό με το σπαθί μονάχα πηδάει στο ρέμα — κι' έβαλε κακούς σκοπούς στο νου του — λιανίζοντας δεξά ζερβά, και βογγητά και θρήνοι 20 όλο άπαφτα ακουγόντουσαν που πάντα τους χτυπούσε με το σπαθί, και το νερό κοκκίνιζε απ' το αίμας.
Το σπίτι του, χτισμένο από τα χρόνια του παπού του, ξηρολίθι απλό, δίπατο όμως και κάπως ψηλό, πιάνει τον όχτο του Γλυκύ, μέσ' εκεί που κατεβαίνουν απόκρημνα τα πλευρά του Σουλιού και του Τσεκουράτη και που πηδάει ακράτητος προς τον κάμπο ο πόταμος, ξεβγαίνοντας από τα βαθιά φαράγκια των βουνών που κακοσέρνεται τόσο δρόμο.
Αν όχι, θα τον δήτε, μόλις λυθή, με το στόμα ανοικτό, με τη γλώσσα μια πήχυ έξω, να κυνηγάη, για να δαγκώση, ζώα και ανθρώπους». Τον λύνουν. Πηδάει στην πόρτα και τρέχει στο δωμάτιο όπου άλλοτε βρισκότανε ο Τριστάνος. Γαυγίζει, κλαίει, ψάχνει, επί τέλους βρίσκει τα ίχνη του κυρίου του. Διασχίζει βήμα προς βήμα το δρόμο που είχε ακολουθήσει ο Τριστάνος ως τον τόπο της φωτιάς.
Τρέχει μέσ' το εκκλησάκι, περνάει το χορό, φθάνει στην τζαμαρία του ιερού, πιάνει το παράθυρο, το ανοίγει και πηδάει στο γκρεμό... Καλλίτερα αυτό το πήδημα παρά ο θάνατος στη φωτιά, μπροστά σ' εκείνη τη συνάθροισι. Αλλά, μάθετε, Άρχοντες, ότι ο Θεός τον ελυπήθη. Ο άνεμος πιάνεται στα ρούχα του, τον σηκώνει και τον αποθέτει σε μια πλατειά πέτρα στα πόδια του γκρεμού.
Σηκώνεται, πηδάει, φτάνει στο κρεββάτι του. Αλλοίμονο, κατά το πέρασμα, το αίμα χύθηκε άφθονο από την πληγή, στη φαρίνα. Να, ο Βασιληάς, οι βαρώνοι, και ο νάνος που κρατεί ένα φως. Ο Τριστάνος και η Ιζόλδη έκαμαν πώς κοιμούνται. Είχαν μείνει μόνοι στο δωμάτιο με τον Περινίς που κοιμώτανε στα πόδια του Τριστάνου και έμενεν ακίνητος.
Το πηγάδι είχε πλάτο, Κι' αρκετό νερό στον πάτο· Εύκολο ήταν να κατέβουν, Μόνε δύσκολο ν' ανέβουν· Μόν ο Τράγος δίχως τόση Προσοχή γι αυτό να δώση, Πρόθυμος ευτύς πηδάει, Κι' η Αλουπού τον ακλουθάει. Σαν απόπιαν με πολλή τους Και μεγάλην όρεξί τους· Λέγει ο πρώτος, είναι ώρα Να μισέψομε πλιο τώρα.
Τώρα δα τον Χαιρεφώντα ο Σωκράτης τον ρωτάει για τον ψύλλο, πόσ' αχνάρια του ίδιου του ποδιού πηδάει. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μπα! χεμ κ' ένα τέτοιο πράμα να μετρήση πώς μπορεί; Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Αμ τι θα λεγες αν μάθης κι' άλλο, πούχει κατορθώση ο Σωκράτης; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Τι; για πες μου, σε παρακαλώ πολύ. Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Τον ρωτούσε ο Χαιρεφώντας: τι νομίζει; πως λαλεί απ' το στόμα το κουνούπι, ή από τα πισινά του;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν