Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουλίου 2025


Λυπάμαι σας να κάνετε αυτή την προσβολή στον άρχοντα Τριστάνο. Πολύ αργά θα είναι όταν μετανοήστε. — Φεύγα, δε σε πιστεύω. Και συ, Περινίς, συ ο Περινίς ο Πιστός, με πρόδωσες!». Πολύ περίμενε ο Τριστάνος τον Περινίς να του φέρη τη συγγνώμη της Βασίλισσας. Ο Περινίς δε φάνηκε.

Ραβδί και κεφάλι έσπασαν μαζύ κομμάτια, κι' ο Περινίς, ο Ξανθός, ο Πιστός, έσπρωξε με το πόδι το πτώμα μέσα στο λάκκο τον σκεπασμένο με φύλλα. Την ωρισμένη μέρα, ο Βασιλιάς Μάρκος, η Ιζόλδη και οι βαρώνοι της Κορνουάλλης, καβάλλα στα υπερήφανα άλογά τους, έφθασανλαμπρή συνοδείαστον Άσπρο Κάμπο, μέχρι τον ποταμό.

Από τους τρεις, ο ένας θα σκοτωθή με το σπαθί, ο άλλος με το βέλος που θα τον περάση κατάστηθα, ο άλλος θα πάη πνιχτός. Όσο για το δασοκόμο, αυτόνε ο Περινίς ο Πιστός, ο Ξανθός, θα τον σκοτώση μ' ένα ραβδί, μέσα στο δάσος. Έτσι ο Θεός, που μισεί την αδικία, θα δώση εκδίκησι στους αγαπημένους, κατά των εχθρών των.

Είδε που ερχότανε καταπάνω του ο ακόλουθος της Βασίλισσας και θέλησε να φύγη. Ο Περινίς τον εστύλωσε στο γκρεμό της παγίδας: «Σπιούνε που πρόδωσες τη Βασίλισσα, να φύγης μου θέλεις, αί; Κάθησε αυτού κοντά στον τάφο, που μοναχός σου έκαμες κι' όλα τον κόπο να σκάψης». Το ραβδί του στριφογύρισε στον αέρα βουίζοντας.

Βεβαίως, κάποιος ξένος είχε σκοτώσει τον δράκοντα. Ζούσε όμως ακόμη; Η Ιζόλδη, ο Περινίς, και η Βραγγίνα έψαξαν πολλή ώρα: στο τέλος, μέσ' τα χορτάρια του βάλτου η Βραγγίνα είδε να λάμπη το κράνος του αντρειωμένου. Ανέπνεε ακόμη. Ο Περινίς τον πήρε στο άλογό του και τον επήγε μυστικά στην αίθουσα των γυναικών. Εκεί η Ιζόλδη αφηγήθη την περιπέτεια στη μητέρα της, και της εμπιστεύτηκε τον ξένο.

«Α! Περινίς, ήσουν ο σπητικός μου κι' ο πιστός μου κι' ο πατέρας μου σε είχε προορίσει, από παιδάκι ακόμη, να με υπηρετής. Αλλά ο Τριστάνος ο μάγος σε κατάφερε με τα ψέμματα και τα δώρα του. Και συ, με πρόδωσες. Φύγε από δω!» Ο Περινίς γονατίζει στα πόδια της. «Κυρία, σκληρά λόγια ακούω. Ποτέ δε δοκίμασα τέτοια λύπη στη ζωή μου. Μα λίγο με μέλει για τον εαυτόμου.

Δεν είσαι πεια ασφαλισμένος στην καλύβα του δασοφύλακα. Φεύγα, φίλε. Ο Περινίς ο Πιστός θα κρύψη αυτό το σώμα στο δάσος, τόσο καλά που ποτέ δε θα μάθη τίποτα ο Βασιληάς. Αλλά συ, φεύγα απ' αυτόν τον τόπο, για τη σωτηρία τη δική σου και τη δική μου». Ο Τριστάνος είπε: «Πώς θα μπορέσω να ζήσω; — Ναι, φίλε Τριστάνε, είμαστε σα ραμμένοι κ' είμαστε σα δεμένοι σε μια ζωή, ο ένας με τον άλλο.

Στην αντίθετη όχθη, κει που θα βρίσκωνται οι ιππότες του Βασιληά Αρθούρου, θα την περιμένετε. Δίχως άλλο, θα μπορέστε βέβαια να την βοηθήστε. Η κυρία μου φοβάται την ημέρα της δίκης: μολαταύτα έχει εμπιστοσύνη στην καλωσύνη του Θεού, που την επήρε άλλοτε από τα χέρια των λεπρών». — Γύρισε στη Βασίλισσα, ωραίε γλυκέ φίλε Περινίς. Πες της ότι θα κάνω το θέλημά της».

Αλλά την άλλη μέρα καθώς υποπτευότανε την απάτη, πήρε μαζύ της τον ακόλουθό της, τον ξανθό Περινίς, και την Βραγγίνα, την νεαρά υπηρέτρια και σύντροφό της, και οι τρεις μαζύ πήγαν καβάλλα μυστικά κατά την σπηλιά του θερίου, μέχρις ότου η Ιζόλδη παρατήρησε στο δρόμο κάτι ίχνη με περίεργο σχήμα. Έπειτα ηύρε το θερίο χωρίς κεφάλι και το νεκρό άλογο: δεν ήτανε σελωμένο κατά τα έθιμα της Ιρλανδίας.

Σηκώνεται, πηδάει, φτάνει στο κρεββάτι του. Αλλοίμονο, κατά το πέρασμα, το αίμα χύθηκε άφθονο από την πληγή, στη φαρίνα. Να, ο Βασιληάς, οι βαρώνοι, και ο νάνος που κρατεί ένα φως. Ο Τριστάνος και η Ιζόλδη έκαμαν πώς κοιμούνται. Είχαν μείνει μόνοι στο δωμάτιο με τον Περινίς που κοιμώτανε στα πόδια του Τριστάνου και έμενεν ακίνητος.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν