Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Ο Περινίς του ιστόρησε όλα τα συμβάντα, την καινούργια προδοσία, την ημέρα της δίκης, την ώρα και τον τόπο που είχαν ορισθή. «Άρχοντα, η κυρία μου σας παραγγέλνει, την ωρισμένη μέρα, μ' ένδυμα προσκυνητού, χωρίς όπλα να βρεθήτε στον Άσπρο Κάμπο, αλλά τόσο καλά αλλαγμένος που κανείς να μη μπορέση να σας αναγνωρίση. Για να φθάση στον τόπο της δίκης, θα χρειασθή να περάση το ποτάμι με βάρκα.
Αμέσως η Βασίλισσα μετάνοιωσε. Όταν έμαθε από τον Ντινάς ντε Λιντάν με πόση λύπη έφυγε ο Τριστάνος άρχισε να πιστεύη ότι ο Περινίς της είχε πη την αλήθεια. Ότι ο Τριστάνος δεν είχε φύγει, προκαλεσμένος στ' όνομά της. Ότι πολύ άδικα τον έδιωξε: «Πώς, συλλογιζότανε, σας έδιωξα λοιπόν σας, Τριστάνε, φίλε! Τώρα πεια με μισείτε και ποτέ δε θα σας ξαναϊδώ.
Λοιπόν, Άρχοντες, όταν ο Περινίς γύριζε στο Τινταγκέλ, συνέβη να παρατηρήση μέσα σε κάτι δέντρα τον ίδιο δασοφύλακα που άλλοτε ανακάλυψε τους αγαπημένους, κοιμισμένους στην καλύβα, και τους πρόδωσε στο Βασιληά. Τώρα είχε σκάψει ένα λάκκο βαθύ, και τον εσκέπαζε προσεχτικά με φυλλώματα, για να πιάση λύκους κι' αγριογούρουνα.
«Περινίς, ωραίε γλυκειέ φίλε, είπεν ο Τριστάνος, γύρισε γρήγορα στην κυρία σου. Πέσ' της ότι της στέλνω αγάπη και χαιρετισμό, ότι πάντοτε της έμεινα πιστός, ότι μου είναι η πειο αγαπητή απ' όλες της γυναίκες. Πέσ' της να σε ξαναστείλη να μου φέρης τη συγγνώμη της. Θα περιμένω δω να γυρίσης». Ο Περινίς γύρισε λοιπόν στη Βασίλισσα και της ξαναείπε ό,τι είδε κι' άκουσε. Κείνη όμως δεν τον επίστεψε.
Προσέθεσε: «Φίλε, πήγαινε να βρης τον Τριστάνο στο μεγάλο παραμελημένο δρόμο που πάει από το Τινταγκέλ στο Σαιν-Λουμπέν. Να του πης πώς δεν τον χαιρετώ, και μη τολμήση να με πλησιάση γιατί θα βάλω τους υπηρέτες και τους βαλέδες να τον πετάξουν όξω». Ο Περινίς έψαξε και ηύρε τον Τριστάνο και τον Καερδέν· τους είπε το μήνυμα της Βασίλισσας.
Γιατί γύρισε; Με είχε προδώσει, και θέλησε παραπανιστά, να μ' εξευτελίση: αυτό είναι! Δε τον έφταναν τα παληά μαρτύριά μου; Ας γυρίση λοιπόν, ντροπιασμένος κι' αυτός, στην Ιζόλδη με τα Λευκά χέρια!» Εκάλεσε τον Περινίς τον Πιστό, και του είπε της ειδήσεις που είχε φέρει ο Μπλεχερή.
Σκαρφαλωμένος κι' όλα στο ψηλό παράθυρο, είχε χώσει το μακρύ κλαδί του μέσ' την κουρτίνα και με τρόπο ελαφρά είχεν απομακρύνει δυο άκρες του υφάσματος και κύτταζε μέσα στο καλοστρωμένο δωμάτιο. Στην αρχή δεν είδε κανέναν άλλο εκτός από τον Περινίς. Έπειτα ήρθε η Βραγγίνα κρατώντας ακόμα το χτένι με το οποίο προ ολίγου είχε χτενίσει τη Βασίλισσα με τα χρυσά μαλλιά». Αλλά να, μπήκε η Ιζόλδη.
Περίμενε τουλάχιστον μερικές ημέρες. Κρύψου κάπου μέχρις ότου μάθης πώς μου φέρεται ο Βασιληάς, στο θυμό του ή την καλωσύνη του. Είμαι καταμονάχη. Ποιος θα με υπερασπιστή κατά των προδοτών; Φοβάμαι. Ο δασοφύλακας Όρρι θα σε κρατήση μυστικά, στο ερειπωμένο κελλί του όσο χρειαστή: πήγαινε ως εκεί τη νύχτα. Θα στείλω τον Περινίς να σε ειδοποιήσω αν κανείς με κακομεταχειρίζεται.
Την ημέρα της συναθροίσεως των βαρώνων, ο Τριστάνος έστειλε μυστικά στο καράβι του τον Περινίς, τον ακόλουθο της Ιζόλδης, για να παραγγείλη στους συντρόφους του να βρεθούν στην αυλή, στολισμένοι όπως έπρεπε στους απεσταλμένους πλουσίου Βασιληά: γιατί ήλπιζε την ίδια μέρα κι' όλας να φθάση στο τέρμα της περιπετείας.
Ενώ έσπευδαν για το Καρδουέλ οι κήρυκες, απεσταλμένοι του Μάρκου στο Βασιληά Αρθούρο, μυστικά η Ιζόλδη έστειλε στον Τριστάνο τον ακόλουθό της Περινίς, τον Ξανθό, τον Πιστό. Ο Περινίς έτρεξε μέσα στα δάση, αποφεύγοντας τα πατημένα μονοπάτια, ως ότου έφθασε στην καλύβα του δασοκόμου Όρρι όπου, από πολλές ημέρες, τον περίμενε ο Τριστάνος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν