Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Του φαινόταν ότι καθόταν ακόμη μπροστά στην καλύβα του στο κτηματάκι και άκουγε το θρόισμα των καλαμιών, και ήταν η φωνή της καρδιάς του που του έλεγε: «Έφις, εάν βρίσκεσαι εδώ για πραγματική εξιλέωση, γιατί φοβάσαι μην σ’ αναγνωρίσουν; Να σηκωθείς, όταν περάσει το αφεντικό σου, και να τον χαιρετήσεις».
Τότε ο προεστώς θέλει σου ειπεί· ω φοίνιξ του αιώνος, εσύ υπέφερες πολλούς κινδύνους, και κόπους πριν φθάσης εδώ· ο μέγας Καισάγιας, διά τον οποίον έκαμες ένα τόσον σκληρόν ταξείδι, κατοικεί εδώ· αυτός ευρίσκεται κρυμμένος εις το αγιαστήριόν του. Οι άνθρωποι δεν εμπορούν να τον ιδούν αν δεν ήθελαν περάσει από τούτο το νερόν το βραστόν, και να περιπατήσουν ξυπόλυτοι επάνω εις το έδαφος το πύρινον.
Μα η θάλασσα έδειξε τη δικαιοσύνη της!...» Ο Μπάρμπα — Καληώρας εσιώπησε τέλος. Αλλά το πλήρωμα έμεινεν εκεί άφωνο για πολλή ώρα. Δεν εσυλλογιζόταν κανείς τον κίνδυνο του Σπετσιώτικου μπάρκου, ούτε το φριχτό δράμα της Μαύρης θάλασσας και τη λύσσα των στοιχείων, ούτε τις παληκαριές κ' αισθηματολογίες του γεροναυτικού. Ποιος ολίγο ποιος πολύ τα έχουν όλοι περάσει, όλοι τα έχουν αισθανθή.
Μόλις φτάσαμε εκεί αρχίσαμε να δουλεύουμε.» «Τι δουλειά ήταν;» «Α, ήταν μια εύκολη δουλειά. Κάναμε το εξής: μαζεύαμε το χώμα από το ένα μέρος και το στοιβάζαμε στο άλλο…» «Είναι αλήθεια ότι σκάβουν ένα κανάλι για να περάσει η θάλασσα; Το νερό όμως δεν ακολουθεί το σκάψιμο;» «Ναι, έμπαινε μες στα σκαμμένα, αλλά υπάρχουν μηχανήματα που το τραβούσαν έξω.
Όχι μόνον είχαμε περάσει καλά, αλλά και κάτι λεφτά μου περίσσεψαν από της υπηρεσίες που έκανα στους Αγγλογάλλους. Όταν εγυρίσαμε στην Αθήνα, μέσα, είχα σωστά εκατόν δέκα φράγκα ασημένια. Μου φάνηκε, τα ένδεκα σβάντζικα, που είχα δώσει τρεις μήνες μπροστά στον καρροτσέρη, πως τα είχα σπείρει στη γης κ' εκαρποφόρησαν το δεκαπλάσιο».
Την ιδέα από την πράξη τη χωρίζει μια τρίχα. Από το ένα στο άλλο είναι ένα βήμα: Και το βήμα θα το κάνει και την τρίχα θα την περάσει η απόφαση. Άμα ξεδιαλύνει κανείς καλά, μα καλά, το τι θέλει ― αν αληθινά θέλει τίποτε ― εύκολα βρίσκει τον τρόπο για να το καταφέρει. Άμα είναι γεμάτος ο άνθρωπος από ένα σκοπό, τα εμπόδια του φαίνονται παιγνίδια και οι άνθρωποι μύγες.
Μετά το μεσημέρι όμως όλος ο κόσμος είχε γυρίσει στις καλύβες, κάτω στο ξέφωτο και ο ντον Πρέντου δεν είχε περάσει ακόμη. Τότε ο Έφις ανέβασε τους συντρόφους του μέχρι το ξωκλήσι, όπου λίγοι μόνο νέοι ήταν μαζεμένοι σ’ έναν βράχο για να δουν τα βερβέρικα άλογα που τρέχανε στα μισά της πλαγιάς του βουνού.
Όταν ήλθεν η ημέρα της πόστας, τον βλέπω κ' εμβαίνει με τον σάκκο του κ ο ν α κ ι ο ύ στην αμασχάλη, και με το τουφέκι στον ώμο του. — Τώρα πια, μητέρα, είπε, το κεραστικό δεν θα πηγαίνη σε ξένα χέρια. Αύριο που θα σε φέρω το γράμμα του Γεωργή, θα μου το δώσης εμένα. Ορίστε; Είχαν περάσει κοντά δώδεκα μέρες από κείνη τη βραδειά, που του το είχα εμποδίσει.
Τραβήχτηκε στην άκρη για να την αφήσει να περάσει και σήκωσε το πρόσωπο που το σκίαζε ο σκούφος. «Κυρά μου, δεν θα ξαναβγείτε;» «Πού να πάω τέτοια ώρα; Δεν με κάλεσε κανείς για τραπέζι!» « Θα ’θελα να σας πω κάτι. Είστε ευχαριστημένη;» «Για ποιο πράγμα, ψυχή μου;» Τον συμπεριφερόταν σαν μάνα, χωρίς όμως οικειότητα.
Εσύ θέλεις περάσει με αυτόν δεκατέσσαρες ημέρες, και εις την δεκάτην πέμπτην, εκεί που κοιμάται θέλεις του αλείψει τα ρουθούνια με μίαν σκόνιν που θέλω σου δώσει, διά μέσον της οποίας ευθύς θέλει αποθάνει, και εσύ θέλεις μείνει διάδοχός του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν