United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι αφού παραδέχτηκε κ' εκείνη, κρύβουν τα πράγματα, που ήταν βαλμένα κοντά του, κάνουν το παιδί δικό τους κι αφίνουν τη γίδα να το αναθρέφη· και για να φαίνεται και τ' όνομα του παιδιού ποιμενικό, αποφάσισαν να το φωνάζουνε Δάφνη. Κι όταν πια είχαν περάσει δυο χρόνια, βοσκός από γειτονικά χτήματα, που τον έλεγαν Δρύαντα, ενώ έβοσκε, βρίσκει κι αυτός κατά τύχη παρόμοια πράγματα και βλέπει τα ίδια.

Η πολιτεία είναι εκεί. Σαν από μεγάλη σφαίρα γυρίζει ο κόσμος με τριγμούς.,, Κόψατε κλάδους μυρσίνης και στρώσατε να περάσει ο θόρυβος. Ντύσατε τας χείρας σας στην πορφύρα των φώτων, μαλάξατε το κρύσταλλο και κάνετε το ρευστό σαν νερό... Προχώρησεν ακόμη προς την πλώρη παρακολουθόντας τη φωτεινή ξεφτισμένη κορδέλλα.

Θέλω να παρατηρήσω εδώ και το εξής: ο σοσιαλισμός πηγαίνει πλάγι στον κοσμοπολιτισμό. Και τον κοσμοπολιτισμό τον προβλέπω, έρχεται. Μα δεν τονέ φοβούμαι ούτε αυτόν, ούτε τον σέβομαι υπερβολικά, ούτε ξιππάζομαι μπροστά του. Θα έρθει και ίσως περάσει πάλι όπως τόσα άλλα. Και, το κάτω κάτω της γραφής, ο άνθρωπος είναι τόσο μικρό πράμα στον κόσμο τον απέραντο!

Η Νοέμι φοβήθηκε εκείνη τη φωνή και το αίσθημα αξιοπρέπειας την επανέφερε στην τάξη. Της φάνηκε ότι οι γείτονες βγήκαν για ν’ ακούσουν το χάλι της. «Έλα μέσα, Πρέντου. Θα σου τα πω όλαΚι εκείνος μπήκε στο σπίτι που το κατώφλι του είχε να το περάσει είκοσι χρόνια.

Ο Ρένας έχασεν από μπροστά του το χαρτί και σταμάτησε τα μάτια του στα σκαλοπάτια, που είχανε περάσει και είχανε χαθεί οι κνήμες, αμίλητος παραλογισμένος. Κάποιο απόγευμα η μεγάλη μπάντα του καραβιού άρχισε να παίζει πίσω στην πρύμη. Ο κυβερνήτης έδινε τσάι στους αξιωματικούς ενός ξένου θωρηκτού, που βρισκόταν αραγμένο εκεί.

Προσέβλεψε τον Χίλωνα, όστις, εξετάζων αυτόν διά του βλέμματος, είχε περάσει την χείρα υπό τα ράκη του και εξύετο ανησύχως. Ησθάνθη ακατανίκητον αηδίαν και την επιθυμίαν να καταπατήση τον πάλαι συνένοχόν του, όπως καταπατεί τις όφιν φαρμακερόν.

Είπε, κι' αφτοί παραμερούν κι' αφίνουν να περάσει. Έτσι σαν πήγαν το νεκρό στον όμορφό του πύργο, τον πήραν και τον έβαλαν στο τορνεφτό κλινάρι, κι' άρχισε εκεί των γυναικών το μοιρολόϊ τριγύρω. 720

Η γυνή επήρε το καλάθι της εις τους οδόντας, επήδησεν αποφασιστικώς, και διέβη αισίως το φοβερόν πέραμα. Έφθασαν κατόπιν ασθμαίνοντες οι δύο νομάτοι. Ο χωροφύλαξ είδε το πέραμα κ' εστάθη. — Σου βαστά, η καρδιά σου; είπε με κρυφήν χαιρεκακίαν ο σύντροφός του. — Δεν είναι άλλος δρόμος; — Δεν είναι. — Εσύ θα τώχης περάσει πολλές φορές, είπεν ο στρατιώτης. — Εγώ, όχι! ηρνήθη ο αγροφύλαξ.

Συνήρχετο όμως ο γέρων αμέσως και τότε τα μάτια του επλημμυρούσαν από δάκρυα. Μια νύχτα, είχαν περάσει εννέα ημέραι από τον θάνατοντου εφάνη πως άργισε να σηκωθή· είχε λειτουργίαν εις το Κάστρο, τρεις ώραις δρόμον, εδέχθη δε επίτηδες προς παραμυθίαν με την εξοχήν. Εξύπνησε μεσάνυκτα, φοβισμένος ότι επέρασεν η ώρα και εφώναξε: — Κουκκίτσα! Θαρθής στο Κάστρο;

Εξύπνησεν από την φωνήν της κόρης της, της Αμέρσας, ήτις ήλθε λίαν πρωί από τον μικρόν οικίσκον, τον γειτονικόν, ανυπομονούσα να μάθη πώς είναι η λεχώνα και το μωρόν, και πώς είχε περάσει την νύκτα η μάνα της.