Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Είπε, κι' αφτοί παραμερούν κι' αφίνουν να περάσει. Έτσι σαν πήγαν το νεκρό στον όμορφό του πύργο, τον πήραν και τον έβαλαν στο τορνεφτό κλινάρι, κι' άρχισε εκεί των γυναικών το μοιρολόϊ τριγύρω. 720

Οι βυζαντινοί ως τόσο πήγαν ακόμα πιο μακρήτερα, και μαζί με τις καμάρες βάλανε στους ναούς τους θόλους και παραθόλους. Το σύστημά τους αυτό πουθενά δε φαίνεται τόσο περίτρανα αποδειγμένο καθώς στο ναό της Αγιάς Σοφιάς, που από του Ιουστινιανού τον καιρό χρησίμεψε πρότυπο για κάθε άλλο ναό.

Από το Newgate τον πήγαν στις καρίνες του Portsmouth κι από κει τον έστειλαν με τη Susan στη χώρα του Van Diemen μαζί μ' άλλους τριακόσιους κατάδικους.

Εκείνο το τρέμουλο φαίνεται ότι τον ενόχλησε τόσο που σηκώθηκε, ακούμπησε το χέρι του στον ώμο λέγοντας: «Ας βγούμε, πάμε να πάρουμε λίγη δροσιάΠήγαν να δροσιστούν∙ τα βήματά τους αντηχούσαν μέσα στη σιωπή όπως εκείνα της νυχτερινής περιπόλου.

Απ' το Ίλιο μ' έφερ' άνεμοςτην άκραν των Κικόνων, την Ίσμαρο• κ' εξέκαμα την πόλι και τους άνδραις• Και όσαις γυναίκαις πήραμε και πλούτη από την πόλι, 40 ίσια τα μοιρασθήκαμε να μη κλαυθή κανένας. και τότ' εγώ να φύγουμεν εκείθ' ευθύς με βία παρακινούσα, αλλ' οι μωροί ν' ακούσουν δεν ήθελαν. και αυτού πίνονταν άδολο κρασί πολύ, κ' εσφάζαν 45 εις τ' ακρογιάλι αρνιά πολλά και στριφοπόδα βώδια. πήγαν ωστόσο οι Κίκονες τους Κίκοναις να κράξουν, γείτοναις, 'που πλειότεροι και ανδρειότεροι απ' εκείνους εκατοικούσαντην στερηά, και απ' τ' άλογα εγνωρίζαν να πολεμούν, ή και πεζοί, αν το 'θελεν η ανάγκη. 50 τόσ' ήλθαν, όσ' η άνοιξι φύλλα φυτρόνει και άνθη, πρωί• τότ' ήλθε του Διός μοίρα κακή κοντά μας των δύστυχων, όπ' έμελλε πολλά να φέρη πάθη. την μάχη στήσαν και άρχισαν προς τα γοργά καράβια, και απ' τα δυο μέρη ερρίχνονταν τα χάλκινα κοντάρια. 55 και όσ' ήτο αυγή και τ' άγιο φως αύξαινε της ημέρας, προς τους πολλούς τον πόλεμον κρατούσαμεν οι ολίγοι• αλλ' άμ' ο ήλιος έγερνεν, όταν τα βώδια λυώνται, τους Αχαιούς εσύντριψαν οι Κίκονες κ' εσπρώξαν. έξι ανδρειωμένοι σύντροφοι μέσ' από κάθε πλοίο 60 χάθηκαν και απ' τον θάνατον σωθήκαμεν οι άλλοι. θλιμμένοι εμπρός επλέαμεν, μακράν από τον χάρο πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι. αλλά δεν μου ξεκίνησαν τα ισόμετρα καράβια, πριν τρεις φωνάξουμε φοραίς τους άμοιρους συντρόφους, 65 όσουςτον κάμπον έστρωσαν τ' ακόντια των Κικόνων. και ο Δίας μας εσήκωσεν ο νεφελοσυνάκτης ζάλην φρικτήν απ' τον Βορηά, κ' ετύλιξετα νέφη πόντον και γην, κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα• κ' έτρεχαν επικέφαλα, και τα πανιά τους όλα 70 έσχισεν, ετετάρτιασεν η δύναμι του ανέμου, κάτω τα εσύραμεν ευθύς, μη μας καταποντίσουν, και λάμνοντας εφέραμεν εις την στερηά τα πλοία. ασάλευτοι αυτού μείναμε δυο 'μέραις και δυο νύκταις, και την καρδιά μας έτρωγεν η μέριμνα και ο κόπος. 75 η τρίτη ως έλαμψεν αυγή, τα κάτασπρα πανία εις τα κατάρτια απλώσαμε, καθίσαμε και ωδήγαν τα πλοία μας ο άνεμος ομού και οι κυβερνήταις. και άβλαπτος τότε θα' φθανατην ποθητήν πατρίδα, αλλ' ως τον Μαληά γύριζα, το κύμα και το ρεύμα 80 και ο Βορηάς πολύ μακράν μ' έδιωξαν των Κυθήρων. κατόπιν άνεμοι κακοί μ' έδερναν εννηά 'μέραις, 'ς την ιχθυοφόρα θάλασσαν ήλθαμε την δεκάτη των Λωτοφάγων εις την γη, 'πώχουν τροφή τους άνθη.

Κι όσοι τους πάλε μήτε στο στρατό δεν μπήκανε μήτε στην Πρωτεύουσα δεν έμειναν, πήγαν άλλοι στη Θράκη, δηλαδή οι Βησιγότθοι, κι άλλοι στη Φρυγία, Οστρογότθοι αυτοί κατεβασμένοι στα 386, όσοι τους δηλαδή δε σφάχτηκαν ή δεν πεταχτήκανε στον Ποταμό περνώντας, επειδή πιάστηκαν τότες σ' αναπάντεχη παγίδα από τ' αυτοκρατορικά πλοία. Είπαμε παραπάνω πως τον προσκύνησαν οι Γότθοι τον Αυτοκράτορα.

Πλημμύρισε η χώρα τριγύρω. Νισιβιώτες ξεπατρισμένους, ο καθένας κουβαλώντας και κάτι πολύτιμό του. Πήγαν και καταστάλαξαν οι πιώτεροι στην Άμιδα της Μεσοποταμίας. Ξεκίνησε ο Ιοβιανός κατά την Αντιόχεια με μεγάλη παράταξη. Στο δρόμο αυτόν επάνω έγινε κι ο ενταφιασμός του Ιουλιανού, καθώς είπαμε, στην Ταρσό της Κιλικίας.

Ουχ' ήττον ακροωμένη τας πνοάς του απαύστως βοΐζοντος βορρά, συχνάκις επανελάμβανεν: — Ούτε πουλί πετάμενο! . . . Ελησμόνησε και τα προσφιλή της δίστιχα και τα άφινεν ημιτελή. Και πάλιν διελογίζετο παρά την εστίαν καθημένη: — Τίποτε παράξενο, παιδί μου, να τον κοντραστάρισαν τον Αναποδιασμένον και να πήγαν όλοι σύψυχοι!

Οι δημογέροντοι και η αρχοντιά των Γιαννίνων σαν τώμαθαν, κατάλαβαν το τι έτρεχε κ' ίσια πήγαν και πήραν κρυφά τες τσιούπρες από το πατρικό τους σπίτι και τες πήγαν στη Μητρόπολη.

Στο μικρό του χωριό γιατρό δεν είχαν και τον πήγαν με μουλάρι στο κεφαλοχώρι πούταν η πρωτεύουσα της επαρχίας. Εκεί είχε συγγενικό σπίτι, όπου να μένη και να τον βλέπη γιατρός. Μπορούσαν να καλέσουν το γιατρό στο χωριό, αλλά έκριναν οικονομικώτερο να πάνε τον άρρωστο στο γιατρό.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν