United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνος δεν κινείται, δε μιλά και ο γέρος το σκάει σιγά σιγά προς τα επάνω, ανάμεσα στους θάμνους και στις πέτρες, χωρίς να στρέψει πίσω, μεγαλόσωμος και μαύρος στο γαλάζιο φόντο του βουνού. Μόνο όταν δεν τον έβλεπε πια κατάλαβε ότι δεν ονειρευόταν και πετάχτηκε όρθιος, αλλά του φάνηκε ότι ένα χέρι τον τραβούσε προς τα κάτω αναγκάζοντάς τον να ξανακαθίσει, να μείνει ακίνητος.

Του μάθανε να βρίσκει και γυναίκες για μια βραδιά, με λιγοστά χρήματα. Αγάλι αγάλι η πολιτεία τον ποτίζει τα φαρμάκια της, αρχίζει και στενοχωριέται. Σαν άρρωστος είναι, και ξαναθυμάται το χωριό του. Εδώ, στην πολιτεία, είναι σαν το ξερριζωμένο πλατάνι της ρεματιάς, που αποζητάει το χώμα και τις πέτρες που το γέννησαν. Και μακρύτερα μπορεί να πάγει. Η θάλασσα κοντά. Καράβια περνούν κάθε μέρα.

Τι εκείνοι απ' τα καλόχτιστα πυργιά πετροβολούσαν κοτρώνες, διαφεντέβοντας το στόλο το πετσί τους 155 και τα καλύβια. Κι' έπεφταν οι πέτρες σαν τολούπες, π' ανεμοζάλη, σείνοντας ανταρωμένα γνέφια, χύνει πυκνές απάς στης γης κάθε βοσκή και κάμπο· έτσι έβρεχε απ' των Αχαιών τα χέρια και των Τρώων βαριές κοτρώνες, και μ' αχό ξερόνε απ' τα λιθάρια 160 τα κράνα γύρω βούηζαν κι' οι στρογγυλές ασπίδες.

Δώδεκα εγώ, είπε, γέννησα, μα διο η Λητό μονάχα· μα αφτοί, και διο όντας, σκότωσαν τα δώδεκά της όλα. Μέρες στο αίμα κοίτουνταν εννιά, και ναν τους θάψει 610 δεν είχε μείνει πια κανείς, γιατί ο μεγάλος Δίας έκανε πέτρες το λαό· μα εκεί στις δέκα μέρες τους θάβουν τ' ουρανού οι θεοί.

Φαντάσου, της φαίνεται ότι από τα πίπτοντα φύλλα λερώνεται και μουχλιάζει η αυλή, τα δένδρα τής παίρνουν το φως της ημέρας, και όταν ωριμάσουν τα καρύδια, ρίπτουν τα παιδιά πέτρες, και τούτο της ερεθίζει τα νεύρα, και την ταράσσει εις τις βαθειές της σκέψεις, όταν εξετάζη και αντιπαραβάλλει τον Κενικότ, Σέμλερ και Μικαέλις.

Στη μέση του σπιτιού ήταν μια αυλή με μια βρύση που έτρεχε νερό μέρα-νύχτα, και οι τοίχοι ήταν όλοι από πολύτιμες πέτρες, κομμένες στο ίδιο μέγεθος, όπως τα τούβλα.

Μια φορά, την ώρα που κατέβαινε ανάμεσα από τις πέτρες, κοφτερές σαν μαχαίρια, έχοντας απέναντί της έναν ήλιο κρεμεζί καρφωμένο πάνω από τα βιολετιά βουνά του ΝτοργΚαλί, ένας κύριος την έφτασε, σιωπηλός, αγγίζοντάς τη στον ώμο. Ήταν ντυμένος στα χρώματα του ήλιου και των βουνών και στην όψη έμοιαζε με έναν γιό του ντον Τζάμε Πιντόρ που πέθανε νέος.

Να ακούω από τα βουνά, εις την βοήν του χειμάρρου, τον υπόκωφον στεναγμόν των πνευμάτων από τα σπήλαιά των, και τους θανασίμους αλολυγμούς της κόρης που θρηνολογεί κοντά στις τέσσαρες πέτρες που σκεπάζουν τον αγαπητικό της, σκεπασμένες με βρύον και ανθηρή χλόη.

Δόξα νάχη ο Θεός που δε βάσταξε πιώτερο! μουρμούριξε η μακαρίτισσα. Και κει που τόλεγε, ξανάρχεται μεγαλήτερο βοητό από τα βάθια της γης, κ' ύστερ από το βοητό μεγαλήτερο τράντασμα. Ακούγαμε τους τοίχους που κατρακυλούσαν από παντού. Τα χάσαμε, και δεν μπορούσαμε να σαλέψουμε από κοντά από τον τοίχο μας. Άξαφνα γκρεμιέται κι αυτός ο τοίχος, και κατρακυλιούνται αμέτρητες πέτρες τριγύρω μας.

Ακούω τον αγώνα της γεροντικής σου βακτηρίας απάνω στης πέτρες. Έρωτα! Βλέπω τα φεγγάρια να ξανάρχονται στρογγυλά κι' όταν θάχεις ξεχαστή. Ρόδινα πρόσωπα γύρω στη λάμπα του χαρούμενου σπητιού! Ακούω τη βροχή να σβύνη την επιγραφή των χορταριασμένων σας τάφων. Το έργο του ποιητή που θαυμάζω σαπίζει στο παλαιοπωλείο του δρόμου.