Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Με τον κασμά, αυτός αμέσως άρχισε να καταστρέφει το άδειο κενοτάφιο που ήταν στην μέση του μαυσωλείου. Πήρε μια μια τις πέτρες και τις έβαλε την μια πάνω στην άλλη σε μια γωνιά. Όταν γκρέμισε όλο το κενοτάφιο, συνέχισε να σκάβει την γη, και κάτω από κει είδα μια καταπακτή.

Ένας κοντός κοντούτσικος, κοντός και μ' ένα χέρι. Τα μάρμαρα πελέκαε, τις πέτρες πελεκούσε. — Κοντέ μ', και πού ν' το χέρι σου, και πελεκάς με τώνα; — Βασιλοπούλα φίλησα, και μούκοψαν το χέρι. Ας την εξαναφίληγα, κι' ας μούκοφταν και τ' άλλο . Και αντηχεί καλλικέλαδος η ηχώ ανά τους εγγύς λόφους επαναλαμβάνουσα: Καμάρα δε στεργιόνει, να ζήτε λέει τ' αηδόνι .

Αυτοί αν διαβάσουν καμιά Αθηναϊκή εφημερίδα που βάζει κάποτες και ρωμαίικα στ' αττικό της σαλόνι, ξεσκίζουν τα ρούχα τους από το θυμό, που βρίσκουνται στην Αθήνα τρελλοί και λερώνουν έτσι τα φύλλα τους. Αυτοί θαρρούν πως οι εφημερίδες και τα βιβλία είναι στον κόσμο για να σπάνουν κεφάλια, — και με τι πέτρες! Ένα «ου μην αλλά» σου σέρνει στο μέτωπο, και κατρακυλιέσαι κάτω.

Οι Γάλλοι εκτύπησαν γερά και της πέτρες. Εκτύπησαν τους βράχους και έκοψαν τον δρόμον του Σιμπλόν, ένα δρόμον, που αν εγώ 'πώ εις ένα παιδί τριών χρόνων: — Πήγαινε κάτω 'στην Ιταλία, κράτησε μόνον γραμμή το δρόμο! το παιδί θα φθάση χωρίς να λαθέψη εις την Ιταλίαν, αρκεί να κρατηθή γραμμή επάνω εις τον δρόμο!

Τα ψηλότερα δένδρα, που τον βλέπανε να κατεβαίνη μια ρεματιά, αποκρίθηκαν: — Περπατάει. Ταγκάθια κ' οι πέτρες του μάτωσαν τα ποδάρια· μα περπατάει ακόμα. Ύστερα, σαν ανέβηκε στην κορφή του βουνού και χάθηκε πίσω απ' τα ψηλά έλατα, τα δένδρα δεν τον βλέπανε πια. Και ρώτησαν τα δένδρα το ψηλό το κυπαρίσσι: — Περπατάει ακόμα;

Το πνεύμα των βιβλίων τον έσπρωχνε ίσα στων μαρμάρων το πνεύμα. Πριν δεν ήταν γι' αυτόν παρά σωρός πέτρες, όγκοι μεγάλοι και θαυμαστοί. Δεν του κεντούσαν άλλο τι παρά την απορία. Απορούσε κ' έλεγε συχνά τι διαβολοσύνεργα μεταχειρίστηκαν οι πρόγονοί του για να τα μετατοπίζουν. Κι απ' αυτό εσχημάτιζε την ιδέα πόσο μεγάλοι και δυνατοί ήταν εκείνοι. Όλοι πέρα πέρα Ηρακλήδες και Βριάρεοι!

Πέτρες, πέτρες, κ' ένα σύννεφο σκόνη. Τίποτις άλλο δε θυμούμαι της τρομερής εκείνης βραδιάς, παρά που ήρθαν κατόπι μ' αναμμένα δαδιά, και σήκωναν πέτρες, και φώναζαν, κι αναστέναζαν, κ' έκλαιγαν. Μου φαινότανε σα να είμουνα μισοθαμμένος. Δεν πονούσα πουθενά, μα θαρρούσα πως σε δύο κομμάτια χωρίστηκα. Έτσι κι ο νους μου είτανε χωρισμένος.

Πατούνε σπίτια και πύργους, σκοτώνουνε χριστιανούς, κλέβουν τα παιδιά τους, και τα παίρνουνε στην Ανατολή και τα τουρκέβουν. Σαν πέτρες έπεφταν αυτά τα λόγια στο μικρό μου κεφάλι. Ξεχνώ την ιστορία της Λενιώς, κι αρχίζω και ρωτώ χίλια άλλα πράματα.

Καθώς όμως οι μπόρες στα πρωτοβρόχια, εκεί που χρειάζουνταν η γης απλό δρόσισμα, κατεβαίνουν και γεμίζουνε λαγκαδιές, κι άξαφνα ροβολούν ποτάμια και συνεπαίρνουνε δέντρα και λιθάρια, και πλημμυρίζουνε χωράφια όχι μονάχα με νερά και με λασπουριά, παρά και με κούτσουρα και με πέτρες, που θαρρείς και πια δε θα δουν προκοπή, έτσι και τα μέτρα του Θεοδοσίου σαν μπόρες κατέβαιναν και παραζάλιζαν και συνέπαιρναν τότες τον κόσμο.

ΚΡΕΟΥΣΑ Του Ποσειδώνα η Τρίαινα με της πληγές τον σκότωσε. ΙΩΝ Πέτρες Μακρές τον τόπο αυτόν, που εθάφτηκε, τον λένε; ΚΡΕΟΥΣΑ Το πράμα τι το ξαναλές; και τι μου το θυμίζεις; ΙΩΝ Τον τόπο εκείνον τον τιμά ο αστραφτερός Απόλλων; ΚΡΕΟΥΣΑ Ναι, τον τιμά χωρίς τιμή, κάλλιο να μη τον είχε ιδή! ΙΩΝ Οσ' αγαπάει ο θεός εσύ τα καταριέσαι; ΚΡΕΟΥΣΑ Όχι• μα έγιν' έγκλημα μέσα σ' εκείνη τη σπηληά.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν