United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στο παραθύρι μου ήρθαν χελιδόνιαστους λογισμούς μου ακούονται ψαλμοί για τη δόξα σου. Ευχαριστώ την καταστροφή που με ύψωσεν ως εσένα. Ευλογημένες η αποτυχίες που μ' έκαμαν ν' ακούω τον εσπερινό. Κάβοι καρτερούσαν το καράβι, της νειότης μου ξεκινημένο την αυγή. Στης άρπες των σκοινιών του μάταια πέρασαν οι συμφωνίες των ανέμων και πίσω απ' τα κατάρτια του μάταια έσβυσαν ήλιοι ωκεανών.

Εγώ, ακούγοντας, αναγύριζα τη φωτιά κι αποστέγνωνα ολοένα όσα σκουτιά του κορμιού μου δεν είχα προφτάσει να στεγνώσω 'ςτό χάνι του Τρίκκα. Ξάφνου γροικάμε να ροβολάν από τον ανήφορο 'ςτούς χαλιάδες ποδοβολητά και κουδουνισμοί κοπαδιού. — Κύπρους έχουν, γιδερά είνε. Πετιέται και λέει ο Γκιτρίμης. Κι' αληθινά. Σε λίγο πέρασαν από κοντά μας καμμιά πενηνταριά γίδια πηδώντας τον κατήφορο.

Εκείνοι όμως, ας είναι καλά τα δώρα τω Γότθων, όχι μονάχα αρματωμένους τους άφησαν και περάσανε, μα μήτε κατόπι δε νοιαστήκανε να τους ξαρματώσουνε. Λογαριάζουν πως ως ένα μιλλιούνι γοτθικός λαός και γυναικόπαιδα πέρασαν τότες, εξόν από διακόσες χιλιάδες αρματωμένοι. Μόλις κατεβήκανε στη Μοισία, και τους πλακώνει μεγάλη πείνα.

Και το σύνολον υποκρισία και ψευτιά και αδειοσύνη και αδιαντροπιά και κολοκύθια με τη ρήγανη! Έτσι κατάντησε το μυαλό του Ρωμιού, ψεύτικο ή κούφταλο. Εξαιρούνται βέβαια οι .... εξαιρέσεις, που ή δεν πέρασαν από ελληνικό σκολειό, ή δε διαβάζουν ελληνικές εφημερίδες, ή ξέμαθαν ό,τι έμαθαν, ή τα πέταξαν όλα από πάνω τους και ξανάκαναν μόνοι τους, οι στοχαστικοί, την ανατροφή του μυαλού τους.

Ομολογώ, ότι εκτός της βαθείας λύπης, ησθάνθην και αγανάκτησιν. Η τύφλωσις του φίλου μου με παρώργιζε. Κ' επροτιμούσα να τον ιδώ να θυμώση, να ξεσπάση, παρά να τον βλέπω να γελά ως ο έσχατος των βλακών. Αι σκέψεις αυταί υπεδαύλιζαν ολονέν τον θυμόν μου. Και τι κάμν' η γυναίκα σου; ηρώτησα αποτόμως. — Είνε πολύ καλά, με είπε. Είχε κάτι ενοχλήσεις, μα πέρασαν. — Τώρα πρέπει να ετοιμάζεται.

Τον αδερφό της, τον πατέρα της Σμαραγδούλας, τον αγαπούσε πολύ, μα δε μπόρεσε να του συχωρέση πως πήρε μια ξένη, μια περίφανη, μια πεισματάρα, που ό,τι έλεγε, έπρεπε να γίνεται. Μα είχε δελεάση τον αδερφό της με την ξεχωριστή ευμορφιά της. Τώρα τα χρόνια πέρασαν, οι γονείς δεν ζούνε πλιο και η γρηά θεία αφωσιώθηκε στην ανεψιά της: ήταν το καμάρι της, το είδωλό της.

Εφτά ολόκληρα χρόνια πέρασαν, κι' όταν ήλθε ο καιρός να τον πάρη από της γυναίκες, ο Ρόχαλτ εμπιστεύτηκε τον Τριστάνο σ' ένα γνωστικό δάσκαλο, τον καλό ιπποκόμο Γκορνεβάλη. Ο Γκορνεβάλης σε λίγα χρόνια του έμαθε όλες της τέχνες, που πρέπουνε στους βαρώνους.

Πέρασαν αιώνες κριτικής τέχνης που δεν ήτανε δημιουργικοί στην κοινή της λέξεως σημασία, αιώνες οπού το μυαλό του ανθρώπου γύρεψε να τακτοποιήση τους θησαυρούς του θησαυροφυλακίου του, να χωρίση το μάλαμα από το ασήμι και το ασήμι από το μολύβι, να μετρήση ξανά και ξανά τις διαμαντόπετρες και να δώση ονόματα στα μαργαριτάρια.

Σ' αυτόντην Πύλον πέρασαν δυω γενεές ανθρώπων, Όσοι προεγεννήθηκαν, κ' εθράφηκαν μαζί του, Και πλέον εβασίλευε ανάμεσατους τρίτους. Αυτός εις τούτους φρόνιμα ωμίλησε, και είπε· Πα! πα! τι θρήνος έφθασε την Αχαΐαν μέγας!

Έλα Γιαννούλα, πάρετο· κι' όποτε θέλει ο Μήτρος Να πάρη την Αναστασιά, με δαύτο ας την εγγίξη. .............................................. Είκοσι μέραις πέρασαν, σαν χρόνια για το Μήτρο, Κ' έφτασε τ' Άι-Γιωργιού η γιορτή, το μέγα πανηγύρι, Που χέρι-χέρι νηαίς με νηούς κρατιούνται και χορεύουν. Η αράδα της Αναστασιάς εσύντυχε το Μήτρο.