United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έδωκ' ο Θεός κ' ήρθε ένας πατριώτης τις προάλλες από τα μέρη αυτά. «Καλά είνε ο Μιχαληός, μας είπε. Στο Κεϊπτάουν δεν μπόρεσε να πιάση δουλειά. Μπαρκάρησε θερμαστής μ' ένα εγγλέζικο βαπόρι». Μας έδωκε και τη σύστασί του, να του γράψουμε σ' ένα &μπορτινχάους&, σα γυρίση να βρη το γράμμα. Τίποτε! Μήνες πέρασαν, γράμμα σε γράμμα τούστειλα. Τίποτε!

Εγώ έχω το ένα ποδάρι στο λάκκο. Παιδιά δεν έχω, σκυλιά δεν έχω. Πρέπει να φροντίσω μοναχός μου για τα υστερνά μου. Αποφάσισα να φκιάσω το παλάτι μου. Απ' αυτά τα παλάτια που φκιάνεις του λόγου σου κάτω στην ΑγιάΜαρίνα. Θα μου κάμης το μάρμαρό μου και θα γράψης από πάνω: Εδώ αναπαύεται εν Χριστώ ένας καμπούρης». Ο μαρμαράς τον κύτταξε καλά, και άρχισε να σκαλίζη το μάρμαρο. Πέρασαν χρόνια.

Σε δυο μήνες λαβαίνω ένα γράμμα από το Κεϊπτάουν με τρεις λίρες. «Δουλειές δεν έχει, πατέρα, μούγραφε ο Μιχαληός. Κάνω εδώ ένα κουτσοεμπόριο στο πόδι, όσο για το ψωμί. Ο Θεός ξέρει πώς οικονόμησα αυτές τις τρεις λίρες. Κάνετε υπομονή και πάλι εδώ είμαι». Πέρασαν μήνες· τίποτε, ούτε γράμμα, ούτε να μάθωμε αν ζη για πέθανε ο Μιχαληός.

Και σε μια στιγμή αδειάζουν τις σακούλες τους στην πλάκα και παίρνουν από κείνα, περήφανοι και κάπως λυπημένοι που δε μπορούν ν' αγοράσουν περισσότερα. Έτσι πέρασαν τη ζωή τους ο γέρο Μαλαματένιος κ' η γυναίκα του. Δούλευαν το κλήμα, δούλευαν και τα εργόχερα. Μα δούλευαν μονάχα· ήταν τα χέρια τα καλά και τα χρήσιμα και τίποτ' άλλο. Η τέχνη που τάκανε τόσο ποθητά ήταν η ψυχή της Ελπίδας.

Δεν πέρασαν πολλές στιγμές κι' ο καβαλλάρης βρίσκονταν πίσω από τες πλάτες της γυναικός, που είταν παραπίσω απ' όλες. Εκείνη τότε φώναξε: — Αναμεράστε , μωρές, να περάση ο άνθρωπος με το μουλάρι!..

Μα είνε τα ξόμπλια του γερά, είνε οι δρόμοι του αλάθευτοι; Οι άνθρωποι που πέρασαν κ' οι άνθρωποι που θαρθούν είνε τάχα βέβαιο πως έτσι σκέφτηκαν, έδρασαν, έζησαν, κ' έτσι θα ζήσουν, θα δράσουν, θα σκεφτούν; Ποιος το ξέρει; Το ζηλευτό δεντρί που φύτρωσε αυτόβουλο στην παρθένα γη κι ωμόρφηνε τον κόσμο με τη δροσιά και τη χάρη του, θα ξαναφυτρώση με τη φροντίδα του κηπουρού; Οι σοφοί το πιστεύουν και για τούτο δουλεύουν ακούραστα.

Λαλεί τορνίθι, εψιθύρισε· πέρασαν το μεσάνυχτα . . . Κ' η μάννα μου τι να έγεινε; Ουδέν καλόν εσήμαινεν η αργοπορία αύτη της μητρός της. Και όμως παραδόξως η ελπίς την εθέρμαινε, και ήτο βεβαία ότι ουδέν κακόν είχε συμβή. Ηγέρθη και συνεδαύλισε το πυρ. Έλαβε τον λύχνον, κατέβη εις το ισόγειον, και επήρε ξηρά ξύλα, ναι επανελθούσα τα έρριψεν εις την εστίαν.

Μα γιατί σε κλέβω, βρε αδερφέ· ψέμματα είνε πως σε δάνεισα; — Με δάνεισες; το ξέρω πως με δάνεισες· με δάνεισες ναι! — Δεν είχαμε συμφωνία να μου τα δώκης στα έβγα του χρόνου; — Ναι, στα έβγα του χρόνου· το θυμάμαι. — Και πέρασαν δυο χρόνια· ή όχι; — Ναι, πέρασαν δεν τ' αρνιέμαι. Μα ό,τι κάνεις δεν το κάνεις από λόγου σου. Μπορούσες να περιμένης ακόμα.

Πέρασαν τα πέντε τα χρόνια, γύρισε στην πατρίδα, παντρεύτηκε, μεταγύρισε στην Ανατολή, πάλε ξαναήρθε στον τόπο του, όλα σ' ένα χρόνο μέσα, κ' η αλήθεια είνε πως είδε Θεού πρόσωπο τους δώδεκα αυτούς μήνες, την απογεύτηκε την αληθινή την καλοτυχιά. Γραφτό του είταν όμως να μην πολυχρονίση μήτ' αυτό το μεγάλο το καλό.

Δεκατισμένο από το θανατικό, που μας έφαγε τρία, κι από των απίστων τη ρημαξιά, που μας άρπαξε άλλα δυο, την Καλλίτσα και το Γιανάκη. Δίκιο είχα γω σαν τόλεγα, τότες που φεύγαμε, της γριάς του καλυβιού πως δε θα περάσουν από κει απάνω οι Τούρκοι. Και μήτε πέρασαν από κει. Σαν ταστροπελέκι που κόβει ίσιο δρόμο και ξολοθρεύει, έτσι διάβηκαν κ' έφυγαν.