United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πηγαίνοντας προς το υπόστεγο ο Έφις είδε τον τυφλό που μετακινήθηκε και ήταν τώρα σκυμμένος επάνω από το σύντροφό του καλώντας τον με τ’ όνομά του. Έκλαιγε και έψαχνε το κομπόδεμα με τα κέρματα. Μόλις το βρήκε το έριξε μέσα στον κόρφο του και συνέχισε να κλαίει. Έτσι πέρασαν τη νύχτα.

Μόλις πέρασαν πέντε χρόνια από τότες που θρονιάστηκε ο Ιουστινιανός, και ξέσπασε το κακό εκείνο . Τη θυμούμαστε την περιγραφή του ιπποδρομίου της πρωτεύουσας με τα κόμματά του. Ιπποδρόμιο είχε και κάθε άλλη μεγάλη πόλη του Βασιλείου, και πολλά τους φυλάγανε λίγο πολύ την αρχαϊκή θωριά των Αγώνων.

Η ίδια δεν είχε πια δύναμη να τα κάνη όλ’ αυτά κ' η φωνή της δεν μπόραγε να πη τα όσα ήθελε. . . Δεν πέρασαν δεκαπέντε μέρες, κ' η Βεργινία κατάλαβε πως για νάναι του Νίκου τα μάτια πάντα γλυκά σαν τώρα κ’ η φωνή του τόσο διάτορη και κρουσταλλένια και κρυφοχαρούμενη, αυτή ήτον πια περιττή-και κατάλαβε τότες πως δεν της χρησίμευε πια ούτε της ίδιας να ξαναύρη την υγειά της.

Είναι αλήθεια πως οι Σαμαρίτες δεν προλάβανε να κάμουν το τάξιμο τους, οι Πέρσοι όμως, 15 χιλιάδες καβάλλα, πέρασαν τον Ευφράτη να μπούνε στη Συρία. Και παίρνοντας δίπλα τον ποταμό, κονέψανε σιμά στον Καλλίνικο και κούρσευαν. Τότες φτάνει κι ο Βελισάριος μ' οχτώ χιλιάδες, στη Χαλκίδα, μα δε χτυπάει ακόμα.

Είκοσι μέρες χρειάζονταν τότε για να πάη κανείς από τα Γιάννινα στην Πόλη, αν δεν τύχαινε στο δρόμο κανένα εμπόδιο. Είχαν περάση δέκα μέρες δρόμο, πέρασαν την Θεσσαλονίκη, χωρίς να τους τρέξη κανένα κακό. Είταν όλοι αγαπημένοι, όλοι μια χαρά και περνούσαν τον δρόμο τους τραγουδώντας και κουβεντιάζοντας σαν αδέρφια. Εκείνη την ημέρα μπήκε ο διάβολος στη μέση.

Τριάντα χρόνια παλέψανε με το χάρο ο Καπετάν-Μοναχάκης με την «Αθηνά». Μαζί περάσανε φουρτούνες και μπουνάτσες, ημέρες καλές και μαύρες ημέρες. Μια ζωή ουρανό και θαλασσα. Χίλιες φορές άνοιξε το κύμα να τους καταπιή και χίλιες φορές χαιρέτησαν με λαχτάρα τα λιμάνια. Κόσμο και ντουνιά γυρίσανε μαζί. Μπόρες και νεροποντές, κάλμες και καταχνιές, αστροπελέκια και σύφουνες, όλα μαζί τα πέρασαν.

Έγινε κολλήγας και με τους άλλους συντοπίτες του έσπερνε και θέριζε τα χωράφια τα δικά του, φέρνοντας στο καλύβι ό,τι άφινε η ασπλαχνιά του αφέντη του. Έτσι έζησε αυτός, έτσι ο γιος του, τ' αγγόνι, το διγγόνι του. Πέρασαν χρόνια και χρόνια, γενεές και γενεές. Η κακοτυχιά όμως δεν άφινε τους Ευμορφόπουλους. Μια γενεά έδιωχνε την άλλη· μα δε μπορούσε να διώξη και τη σκλαβιά από πάνω της.

Οι πλειότεροι απ' τα Γιάννινα ηύραν εδώ κρυψώνα· Εδώ τον πρώτο πέρασαν του χαλασμού χειμώνα. Εδώ ο Κώστας έφερε κι' αυτός την φαμηλιά του, Τη μάνα, τον πατέρα του, τη Λένη τα παιδιά του. Εδώ κ' εγώ 'γεννήθηκα, εδώ τον ήλιο είδα, Αυτά τα βράχια τα 'ψηλά έχω εγώ πατρίδα.

Αλλοίμονο ! Δεν ξέρεις, φτωχή γυναικούλα, πού πάνε οι πεθαμένοι; Όταν η νύχτα απλωθή απάνω στα μνήματά τους, πάνε και βρίσκουν τις αγάπες τους. — Κακό πουλί! είπε μ' έναν αναστεναγμό η όμορφη χήρα. Κακό πουλί, γιατί παίζεις με τον πόνο μου; Εγώ είμαι η αγάπη του και πέρασαν νύχτες και νύχτες κι' ο καλός μου δεν ήρθε να με βρη.

Δεν είτανε Σλάβοι αυτοί· Ούνους τους ονομάσαμε τότες, κ' είτανε σταλήθεια είδος Ούνοι, φυλή «Ουγγροφιννική». Σαν πέρασαν τα Δούναβη στα 499 και κατεβήκανε για λογαριασμό τους και νίκησαν ταυτοκρατορικά στρατέματα, γυρίσανε στα λημέρια τους λάφυρα φορτωμένοι· και τόσο γλυκάθηκαν, που δευτέρωσαν το ταξίδι τους και στα 502.