United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πόσες άνοιξες πέρασαν και πόσες θα περάσουν ακόμα όμορφες σαν τότε, και συ δε θάρθης πια στο κάλεσμα της ψυχής μου. Στον Δ. Κακλαμάνον Η ζωηρή κουβέντα για τα πολιτικά του τόπου κόπηκε ξαφνικά.

Αλλοίμονο! δυο ολόκληρες χρονιές, κανένα νέο δεν τούρθε από την Κορνουάλλη, ούτε καλό ούτε κακό. Τότε πίστεψε ότι η Ιζόλδη δεν τον αγαπούσε πεια και τον λησμονούσε. Λοιπόν συνέβηκε μια μέρα, καθώς εκάλπαζε με μόνο τον Γκορνεβάλη, να μπη στη χώρα της Βρεττάνης. Πέρασαν μια πεδιάδα λεηλατημένη.

Κανένας απ' όλους μ' όσους μίλησα όταν αιστανόμουνα τον εαυτό μου τόσο έρημο και δυστυχισμένο και πίστευα πως θα συντριφτούν όλα μέσα μου. Εκεί που λέει αυτά ανατριχιάζει και βάζει τα χέρι της στο μέτωπο. — Τώρα πέρασαν αυτά, λέει. Κι όλα είναι τόσο ήσυχα και καθαρά. Μα τώρα πρέπει να μάθης και κάτι άλλο ακόμα.

Τι είκοσι χρόνια πέρασαν ως τώρα που μαζί του 765 πήρα από κει τα μάτια μου κι' αφήκα την πατρίδα, μα ακόμα λόγο ή προσβολή δεν άκουσα πικρό σου· μα κι' άλλος να με μάλωνε στον πύργο, θες κουνιάδος θες συνυφάδα μου ή κουνιά θες τάχα η πεθερά μουμα ο πεθερός γλυκόλογος λες σαν πατέρας πάντα770 εσύ με μια σου συμβουλή τη γνώμη τους γυρνούσες.

Έτσ' αγαπούν καμμιά βολά τυφλά και δίχως γνώσει Και χάνεται ο δόλιος νιος και χάνεται κ' η κόρη. Τ' είνε του κόσμου απάτητο σημερινό ζακόνι, Βασιλοπούλα ο βασιλιάς, φτωχιά ο φτωχός να παίρνη. Και πάνε κείνα, πέρασαν αντάμα με τα χρόνια, Τα παραμύθια τα χρυσά που μολογούνε οι γέροι, Πώπαιρνε ο ρήγας βόσκισσα κι' ο χτίστης ρηγοπούλα. Κι' ο Λάμπρος κάποτ' ένοιωθε τ' άπρεπο του καϊμού του.

Πρι νάρθουμε στα εμπορικά και στα βιομηχανικά των καιρών εκεινώνε αξίζει να σημειώσουμε κάτι για τα δημόσια τ' αξιώματα, πώς δηλαδή πουλιούνταν κι αγοράζουνταν. Είναι αλήθεια πως κι ο Αναστάσιος κι άλλοι αυτοκρατόροι κατόπι ζητήσανε να το ρίξουν αυτό το σύστημα, μα τόσο απότυχαν, που πέντε αιώνες πέρασαν κι ακόμα τιμοκαταλόγους αξιωμάτων έγραφε ο Πορφυρογέννητος!

Πώς πέρασαν αυτά τα τέσσερα χρόνια, από την ώρα που πρωτοάνοιξα τα μάτια μου, ως την Κεριακή εκείνη που μ' ένιψε η μάννα μου στης αυλής τη βρυσούλα, είναι άγραφη ιστορία. Στο νου μου δε γράφηκε. Τι να τη λέγω; Δανεισμένα λόγια θα λέγω.

Τι καλούδια θα σας φέρη ο Γιάνν'ς μου ολωνών, όταν έρθ'!... Και τα παιδιά, ακούοντας ότι ο Γιάννης της Μήτραινας. θα τους έφερνε καλούδια, προντίζονταν και την άφιναν ήσυχη. Πέρασαν χρόνια και χρόνια, που εξακολουθούσε η κάκω η Μήτραινα να ελπίζη, κι' όλο να ελπίζη.

Εγώ, ακούγοντας, αναγύριζα τη φωτιά κι αποστέγνωνα ολοένα όσα σκουτιά του κορμιού μου δεν είχα προφτάσει να στεγνώσω 'ςτο χάνι του Τρίκκα. Ξάφνου γροικάμε να ροβολάν από τον ανήφορο 'ςτους χαλιάδες ποδοβολητά και κουδουνισμοί κοπαδιού. — Κύπρους έχουν, γιδερά είνε. Πετιέται και λέει ο Γκιτρίμης. Κι αληθινά. Σε λίγο πέρασαν από κοντά μας καμμιά πενηνταριά γίδια πηδώντας τον κατήφορο.

Βλέπεις αυτό το σπίτι, το ετοιμόρροπον, το στραβόν και σκολιόν, σαν το βρατσερί μου; Βλέπεις οπού το πέρασαν σίδερατην μέση, και το ζώσανε με κοντοστύλια, σαν καράβιτα σκαριά; θα το χαλάσουν, και όμως δεν θα το χαλάσουν, θα το ξαναχτίσουν από τα θεμέλια, χωρίς να το χαλάσουν. Χαλώντας και φκιάνοντας, θα του αλλάξουν τα σχέδιον. Θα του προσθέσουν πατώματα.