Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


Η Δευτέρα και η Πέμπτη της εβδομάδος ετηρούντο υπό των ακριβολογούντων τηρητών των εθίμων ως ημέραι νηστείας, και ταύτας εννοεί ο Φαρισαίος της Παραβολής όταν λέγη, «Νηστεύω δις του Σαββάτου». Δυνατόν εν τη φιλανθρώπω προθυμία όπως διδάξη τον λαόν Του να παρημέλησε τας κοινάς ανάγκας του βίου· δυνατόν να μη υπήρχε μέσον προς προμήθειαν τροφής ανά τους αγρούς όπου διέτριψε την νύκτα.

Παρακάτω, 'ς το Παγκάρι, μαζί με τους επιτρόπους, ήτον ο ειρηνοδίκης, και ο τελώνης, στολισμένοι, αλλ' ασυνήθιστοι αυτοί να σηκόνωνται νύκτα και όλο κ' εχασμώντο, διακόπτοντες συχνά την ψαλμωδίαν. Τέλος άρχισεν η Ακολουθία. Κατά καλήν μου τύχην, ο Χρόνης ασθένησεν έξαφνα και δεν ήλθεν εις την Εκκλησίαν. Χαρά εγώ . . . . Μου έφυγεν ο μισός φόβος.

Παύλο, του είπε πάλι, μια νύκτα, την ώρα που έβγαινε το φεγγάρι απ' το βουνό, δώσε μου την καρδιά σου, όλη σου την καρδιά, να την έχω μοναχή μου και κανένας άλλος στον κόσμο. Ο Παύλος την κύτταξε γλυκά. — Η καρδιά μου, Παυλίνα, ήτανε το πρώτο χάρισμα που σούκανα. Και πάλι μου τη ζητάς; Η Παυλίνα τον κύτταξε στα μάτια και του είπε: — Ορκίσου μου πως είναι δική μου. Ο Παύλος της ωρκίστηκε.

Η νυξ είνε καλός σύμβουλος, αλλά διά τους έχοντας εις την ψυχήν των ημέραν· διά τους έχοντας όμως και εις την ψυχήν των νύκτα, είνε ολέθριος σύμβουλος. Μη υποχρεώσης την ψυχήν σου να αισθανθή ακούσιον αίσθημα· ζητείς να διεγείρης τρικυμίαν εις ένα ωκεανόν με τον δάκτυλον. Και καθήμενος και μηδέν πράττων ακόμη, κουράζεις τους άλλους· θέλεις να μη τους κουράζης ποτέ; ύβριζε.

Αυτά 'πεν ο Τηλέμαχος· κ' η Αθήνητους μνηστήραις 345 γέννησε γέλωτ' άσβυστον, και εσκότισε τον νουν των· και με σαγόνι' αλλότρια γελούσαν ήδη εκείνοι και κρέατ' αιματόβρεκτα μασσούσαν, κ' εγεμίσαν δάκρυα τα μάτια, και οδυρμούς προέβλεπε η ψυχή τους. τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενοςεκείνους· 350 «Α! δύστυχοι! ποια συμφορά σας ηύρε; μαύρη νύκτα ταις κεφαλαίς, τα πρόσωπα, τα γόνατα, σας ζώνει· άναψε ο θρήνος, δάκρυατα μάγουλά σας ρέουν, και τα λαμπρά μεσόστυλα και οι τοίχοι στάζουν αίμα. πρόθυρο, αυλή, σκιαίς νεκρών γεμίσαν κινημέναις 355 κατά το ανήλιον Έρεβος· ο ήλιος εσβύσθητον ουρανό, και απλώθη αυτού γύρω κακή μαυρίλα».

Και αγρυπνεί ούτως ολονυκτής, καπνίζων την μεγάλην αυτού π ί π α ν, και στενάζων ενίοτε στεναγμούς βαθέως συγκινούντας τους γείτονάς του. Την νύκτα εκείνην η σοβαρά αυτού μορφή ήτο κατ' εξαίρεσιν συννεφωμένη. Ήτο θυμωμένος. Θυμωμένος, διότι πυγμαίος τις γείτων, ο λόφος του Παυσιλύπου, είχε την θρασύτητα να τα βάλη με τον υπερήφανον γίγαντα, να μετρηθή προς τον αετόν ως αντεραστής.

Συνέλαβεν ιδέαν τινά, να μεταβή διά νυκτός εις την πλησιεστέραν αγροτικήν οικίαν και να προσκαλέση γραίαν τινα χωρικήν να έλθη όπως κοιμηθή εις το σπήλαιον, διότι η Αϊμά θα εφοβείτο βεβαίως να μείνη μόνη την νύκτα εις την αλλόκοτον εκείνην κατοικίαν, όπου το νυσταλέον της λυχνίας φως πίπτον επί των ορθίων και υψηλών αγαλμάτων απετέλει παραδόξους εναλλαγμούς σκότους και σκιαυγείας.

Όλην την νύκτα εσυλλογιζόμην δι' αυτό, αλλά τέλος το ηύρα. — Και τι ηύρες αφέντη; τω είπεν ο Βράγγης. — Σηκώσου γρήγορα. — Είμαι όρθιος, αφέντη. — Ετοίμασε το άλογόν σου, παιδί μου. — Αλλά δεν έχω άλογον, είπε μετ' απορίας ο Βράγγης. — Δεν πειράζει, πηγαίνεις με τους πόδας σου. — Και με τας χείρας μου, αν ήτο τρόπος. — Να υπάγης γρήγορα να εύρης τον παλαιόν μου φίλον τον Λιμπέρην.

Εσείς του Φόνου όργανα, όπου και αν πλανάσθε κι' αόρατα συντρέχετε 'ς ό,τι κακόν κι' αν γείνη, ελάτε, κάμετε χολήν το γάλα των μαστών μου! Έλα και συ, Νύκτα βαθειά, σκεπάσου με του Άδου τον σκοτεινότερον καπνόν, ώστε η μάχαιρά μου να μην ιδή την μαχαιριά, και ούτε απ' επάνω να ημπορή ο Ουρανός να με παραμονεύση 'πίσ' απ' τον πέπλον της νυκτός και να φωνάξη: Στάσου!

Του εφαίνετο ως να έβλεπεν ευχάριστον όνειρον και αυτή τον εξύπνησε διά να του αναγγείλη κάτι λυπηρόν και απαίσιον. Την νύκτα εκείνην εκοιμήθη ύπνον ανήσυχον· η δε πλησίον κοιμωμένη μητέρα του τον ήκουσε να λέγη καθ' ύπνον: — Δε θέλω να μου λες κακά λόγια για την Πηγή, σούπα.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν