Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025
Βοήθει, Αγία Αναστασία. Καθώς είχα περιεργασθή τον ναΐσκον, είχεν εξημερώσει ήδη. Αι ώραι είχον παρέλθει χωρίς να τας αισθανθώ, κ' εγώ εν τη νάρκη και τη ρέμβη της νυκτός, χωρίς να αισθάνωμαι το ψύχος, είχον διέλθει όλην σχεδόν την νύκτα του Μαρτίου εκείνην εις το ύπαιθρον.
— Για πες μου, καλό πουλί, εσύ που βλέπεις μακρυά, απ' το ψηλό κλαδί σου, ποιο δρόμο πήρε ο καλός μου, για να τον συντύχω στο δρόμο να τον συντροφέψω στο φτωχικό μας. Είναι δυο χρόνια που λείπει και θα ξέχασε το σπίτι του και θα γυρίζη μες στην άγρια νύκτα σαν κολασμένος. Πες μου, καλό πουλί, ποιο δρόμο πήρε, για να πάω να τον συντύχω.
Τα δάκρυά έβρεχαν την όψη της. Ήμουν έξω φρενών. Τα εσφόγγισε χωρίς να θέλη να τα κρύψη. — Γνωρίζετε την θείαν μου, άρχισεν· ήτο παρούσα και, ω! με τι μάτια το είδεν αυτό! Βέρθερε, υπόφερα χθες την νύκτα, και σήμερον το πρωί μου έψαλλε τον εξάψαλμον για την συναναστροφήν μου με σας και αναγκάσθηκα ν' ακούσω να σας εξευτελίση, να σας ταπεινώση και μόνον κατά το ήμισυ ηδυνάμην να σας υπερασπισθώ.
Άλλως τε δε, και αν και επεχείρει να την αρπάση από τον δρόμον, ήτο φόβος να προφθάσουν οι χωριανοί και την αποσπάσουν από τα χέρια του. Το ασφαλέστερον ήτο να την κλέψη μίαν νύκτα από το σπίτι' ν' ανοίξη ή να σπάση την θύραν και να την αρπάση.
Νομίζω δε ότι ούτε την νύκτα εκοιμήθηκες μαζί του, αλλά τον αφήκες να κλαίη κι' εξαπλώθηκες σε μια θρονίδα κοντά στο κρεββάτι κι' ετραγουδούσες για να τον σκάζης. ΦΙΛΙΝΝΑ. Δεν σου είπε όμως τα δικά του, μητέρα, διότι δεν θάπερνες το μέρος του αν ήξερες τι προσβολές μου έκανε.
Αι παραδόσεις των πρώτων Χριστιανικών χρόνων μας λέγουν, ότι ημέραν και νύκτα, όταν ο Ιησούς εκινείτο και όταν εκοιμάτο, η φωτεινή νεφέλη έλαμπε περί αυτόν. Και ούτω βεβαίως εγίνετο· αλλά το φως εκείνο δεν ήτο ορατόν· ήτο το κάλλος της αγιότητος· ήτο η ειρήνη του Θεού.
Τοιαύτα διελογίζετο την νύκτα εκείνην η ημετέρα ηρωίς και πολλά άλλα ακόμη, άτινα αναγκάζομαι να παραλείψω, σπεύδων να τελειώσω την διήγησίν μου.
Εκείνος όμως δεν εσυλλογίζουνταν παρά πώς να περάση την νύκτα του αναπαυτικά. Έβαλεν ένα κερί σε μια καθέκλα κοντά εις το ντιβάνι, απλώθηκεν απάνω με τα παπούτσια, επήρε να διαβάση μιαν εφημερίδα, και μετά πέντε λεπτά άρχισε να ρουχαλά. Τωρα ήταν η δική μου σειρά, όχι βέβαια να ρουχαλήσω. Εβγήκα από την κρύφτη μου, έσυρα το λάζο, επέρασα εις το πλαγινό δωμάτιο και εκλείδωσα οπίσω μου την πόρτα.
Και όταν ήκουε τας ζητωκραυγάς μετά τας εκλογάς, και όταν έβλεπε τους παρέδρους και τους συμβούλους, εστεφανωμένους ελαίας και σύροντας τον χορόν εις την πλατείαν, εκλείετο εις τον οίκον της η κυρά Μανωλάκαινα, κλαίουσα από την αγανάκτησίν της. Λέγουν μάλιστα ότι νύκτα τινά τον έκλεισεν έξω τον κυρ-Μανωλάκην, όστις επανελθών από τον ελαιώνα παράωρα, εφώναζε κρούων την θύραν: — Κυρά Μανωλάκαινα!
Άμα εγερθείσαι αι τρεις γυναίκες, εδάγκασαν κατά την συνήθειαν από την ξηράν κουλούραν του Πάσχα, ην εφύλαττον κρεμασμένην από καρφίου επίτηδες, «μη φωνάξη ο γάιδαρος». Έρριψαν το υπόλοιπον είς τινα μικρόν κάλαθον, έλαβον και τι πρόχειρον προσφάγιον και το απαραίτητον διά την πρωτομαγιάν σκόροδον «που καθαρίζει το αίμα» και εξήλθον, αφού εν τω μεταξύ η Σοφούλα πεταχθείσα εις το πηγάδι, εκόμισε κρύο-κρύο νερό, να υπάρχη όταν θα επανέλθουν την νύκτα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν