United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επόδισε την νύκτα και κατέπλευσεν εις το παλαιόν βραχοκτισμένον και θαλασσοδαρμένον Κάστρον. Άμα εξημέρωσε και έπαυσεν ο άνεμος, εξεφόρτωσε τα είκοσι κεφάλια αρνία και ερίφια, τα εξαίρετα τυριά της Αίνου, κ' επώλησε προς είκοσι λεπτά την οκάν το κοκκινωπόν αφρώδες ποτόν.

Εζημιώθη μ' όλα ταύτα ο εχθρός εις την φυγήν ταύτην, εκτός των αποσκευών και σκηνών, υπέρ τους τριάκοντα φονευθέντας και αιχμαλωτισθέντας. Οι εχθροί την νύκτα εκείνην μετέβησαν εις Δαύλειαν· εκείθεν δε παραλαβόντες και τους εκεί στρατοπεδεύοντας μετέβησαν εις Λεβαδείαν, όθεν ακολούθως ο Ομέρ πασάς μετέβη εις Εύριπον, μη δυνηθείς να φέρη εις έκβασιν το επιχείρημά του.

Και αφού εχάρηκαν διά την μηχανήν που τους έκαμαν, επήραν τες δύο χιλιάδες φλωριά του Χόντζα, και τες τέσσαρες του Κατή, που είχαν φέρει μαζή τους, ομοίως και τες δέκα του Βεζύρη, και βάνοντάς τα εις την κασέλλαν τους, απέρασαν όλην εκείνην την νύκτα με πολλήν ευφροσύνην εις την υγείαν των ντουλαπιών και των κακοτύχων αγαπητικών.

Της έστρωσεν ένα παλαιόν κιλίμι, μίαν τριμμένην τσέργαν, ένα μικρόν σινδόνι, της έβαλε μίαν προσκεφαλάδα σκληράν, με γέμισμα από λινόξυλα, και της ευχήθη καλήν νύκτα και «ύπνον ελαφρόν». Ελαφρός ή βαρύς, ο ύπνος της Φραγκογιαννούς δεν ήτο δυνατόν να ήτο εύκολος ούτε ευάρεστος, ευρισκομένης εις τοιαύτην ταραχήν και τοιούτον τρόμον.

Και πρόστιμον δε επιβάλλεται εις εκείνον όστις οπλοφορεί εντός της πόλεως και κρατεί έξω όπλα χωρίς να υπάρχη ανάγκη. Σεις είσθε δικαιολογημένοι αν ζήτε πάντοτε ένοπλοι• διότι αφού κατοικείτε εις μέρος ατείχιστον, εύκολον είνε να υποστήτε επίθεσιν και οι εχθροί είνε παρά πολλοί και δεν γνωρίζετε πότε θα έλθη κανείς να σας φονεύση την νύκτα ενώ κοιμάσθε επάνω εις τ' αμάξια σας.

Και έτσι λέγοντας με φέρνει εις ένα λουτρόν διά να λουσθώ· και ωσάν απολούσθηκα, βλέπω τέσσαρας σκλάβους, δύο από τους οποίους, είχαν πανιά άσπρα διά να με σφουγγίσουν, και οι άλλοι δύο ήλθαν και με ένδυσαν με πλούσια φορέματα, και με ένα καλόν φακιόλι· εβγήκα από το λουτρόν με θαυμασμόν μεγάλον, μην ηξεύροντας ποίος θα ήτον εκείνος που είχε προστάξει να μου γένουν τόσες περιποιήσεις, και ερωτούσα συχνά τον ευνούχον διά να μου τον φανερώση, ο οποίος άλλο δεν μου έλεγε, παρά διά την ώραν δεν είναι τρόπος να σου το φανερώσω, επειδή και έχω έτσι προσταγήν να ακολουθήσω, και μου κακοφαίνεται που διά τες ώρες ευρίσκεσαι εις αυτήν την ανυπομονησίαν, όμως την ερχομένην νύκτα θέλεις μάθει εκείνο που επιθυμείς.

Εστάθηκα φυλαγμένος εκεί όλην την ημέραν· Έπειτα με έδεσαν εις ένα δένδρον και έμεινα εκεί όλην την νύκτα καρτερώντας τον θάνατον ώραν την ώραν.

Πλησίον ήτο το καυκί, το κλειδοπίνακον, εντός του οποίου έφαγε την πρώτην νύκτα εις του γαμβρού την καλύβα η πουγάνα, τ' απλάδια και τα κιλίμια, τόσα πράγματα τα οποία συνέδεον τον βίον της μεταξύ νεανίδος και υπάνδρου, τόσοι μάρτυρες των θλίψεων και των χαρών αυτής!. . . Τόρα όλα αυτά θα έφευγον, θα επήγαιναν εις ξένες χείρας και το παρελθόν θα έμενε μόνον εν τη εσκοτισμένη διάνοια της, αμυδρόν όμως, ως παλαιωμένη εικών αμαυρωθείσα υπό του χρόνου!. . .

Είχε δε και αυτός μεταξύ των ακροατών ομόφρονάς τινας οι οποίοι τον ενεθάρρυναν αλλ' είχεν ήδη καταπονηθή και η φωνή του ήτο εξησθενημένη και το πλήθος εφαίνετο ότι απέκλινε προς τον Δάμιν. Εννοήσας δε εγώ τον κίνδυνον, διέταξα την νύκτα να διαχύση το σκότος και να διαλύση την συνάθροισιν. Ανεχώρησαν λοιπόν αφού συνεφώνησαν να συνεχίσουν την επιούσαν την συζήτησιν.

Βεβαίως η βάρκα θα έπλεε ξυλάρμενη· εντός ολίγου έπρεπε να έλθουν. «Όπου είνε, θα φανούν». Την δευτέραν νύκτα ο Πάπος «εκάτιασε» πάλιν ή «εκούρνιασε», καθώς αι όρνιθες και τα περιστέρια, εις το σπίτι με τους τρεις τοίχους και την μισήν στέγην.