Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Ο πατέρας μου, επειδή εγνώριζε ότι αγαπούσα αυτή τη γυναίκα, μ' έκλεισε μέσα και διέταξε τον θυρωρόν να μη μου ανοίξη την πόρτα. Εγώ όμως, επειδή δεν υπέφερα να περάσω την νύκτα χωρίς αυτήν, διέταξα τον δούλον μας Δρόμωνα, να μου κάμη πλάτες για ν' ανέβω στον τοίχο της αυλής εις το μέρος που είνε χαμηλώτερος.
Όταν απεχωρίσθην από αυτόν, την νύκτα του επεισοδίου τούτου, με παρεκάλεσε μετ' επιμονής, η οποία μ' εξέπληξε, να μεταβώ προς επίσκεψίν του την επαύριον λίαν πρωί. Ολίγον μετά την ανατολήν του ηλίου μετέβην εις το μέγαρόν του.
Με τούτους επεχείρησεν ο Καραϊσκάκης το μέγα έργον της επαναστάσεως της Ρούμελης. Την εικοστήν πέμπτην του Οκτωβρίου περί το μεσημέρι εκίνησεν από την Ελευσίνα το στράτευμα· έμεινε δε την νύκτα εις τα Κουντουριώτικα Καλύβια και την ερχομένην ημέραν μετέβη εις Κάζαν, όπου διέμεινε και την επιούσαν νύκτα.
Εφιάλται, όπως αυτός, ερχόμενοι την νύκτα, παρέτειναν την τρομακτικήν επίδρασίν των και τας ώρας της αγωνίας μου. Τα νεύρα μου είχαν υπερβολικά ερεθισθή, καθιστάμενα υποχείρια μιας διαρκούς φρίκης. Εδίσταζα ν' αναβώ εις το άλογο, να περιπατήσω και να επιχειρήσω άσκησιν που θα μου μετέβαλλε κατάστασιν.
Η γέφυρα αύτη εις τους χρόνους των κλεφτών ανεσύρετο την νύκτα προς ασφάλειαν, να μη το πατήσουν οι κλέφτες το αγαπημένον Κάστρο μου.
Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν, εορτάσαντες τα Χριστούγεννα μετά σπανίας μεγαλοπρεπείας επί του ερήμου εκείνου βράχου. Την νύκτα εκοιμήθησαν εν μέσω αφθόνων πυρών, με αρκετά δε σκεπάσματα και καπότας, όσα και οι εκ της πολίχνης πανηγυρισταί είχαν φέρει μεθ' εαυτών, και οι αιγοβοσκοί είχαν εις το Κάστρον, και ο εκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης εκόμισεν από το πλοίον του.
Αλλ' ας αφήσωμεν τον Μανώλην, όστις την νύκτα εκείνην επανέλαβεν εις τα όνειρά του χιλιάκις το περίφημον ερωτολόγημά του προς το Πηγιό. Εις το αντίθετον άκρον του χωριού μάς περιμένουν άλλαι γνωριμίαι και γεγονότα, τα οποία μεγάλην θα έχουν ροπήν εις την περαιτέρω εκτύλιξιν της παρούσης ιστορίας.
Εγώ λοιπόν αυτά, ακούσας και ειπών, και ρίψας τρόπον τινα ως βέλη, εθεώρουν αυτόν τρωθέντα· και εγερθείς, χωρίς να του δώσω καιρόν να ειπή τίποτε άλλο, εφόρεσα το ιμάτιον τούτο — διότι ήτον χειμών — και κατεκλίθην υπό τον τρίβωνα αυτού, περιβαλών δε διά των χειρών τον αληθώς δαιμόνιον και θαυμαστόν τούτον άνδρα, έμεινα μαζί του όλην την νύκτα.
Και αι δύο οικογένειαι, από γονέων και προγόνων, είχαν ανατραφή εν μέρει εις την πολίχνην, όπου είχαν οικίσκους, εν μέρει εις της Κεχρεάς το ρέμμα, όπου είχαν τους μύλους των. Γυναίκες και άνδρες, παίδες και κοράσια, δεν εφοβούντο να περιπατώσι την νύκτα εις το δάσος. Τους έλεγαν ολίγον «ελαφροΐσκιωτους», αλλ' αυτοί δεν εφοβούντο τα στοιχειά.
Οι τρεις πυροβολισμοί ηκούσθησαν μετ' ολίγον και οι εναγωνίως αναμένοντες ανεφώνησαν κάμνοντες τον σταυρόν των: — Δόξα σοι ο Θεός! Ο ουρανός ήτο ανέφελος, κατά την νύκτα δ' εκείνην παρουσίαζεν έκτακτον και καταπληκτικόν θέαμα. Άπειροι διάττοντες διέτρεχον το στερέωμα καθ' όλας τας διευθύνσεις, ως πυρά μάχης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν