United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η καρδιά της ήτον πλακωμένη και σκοτεινό σύννεφο βρισκότανε μπρος στα μάτια της. Ήταν εξήμισυ η ώρα όταν άκουσε τον Βέρθερο ν' ανεβαίνη τη σκάλα και αμέσως ανεγνώρισε το βήμα του, τη φωνή του να ρωτά για κείνη. Πόσο κτυπούσε η καρδιά της και, μπορούμε σχεδόν να πούμε, για πρώτη φορά κατά τον ερχομό του!

Έρχουνται τα όνειρα και τονε χορταίνουνε με το ουράνιο το μάννα τους. Μη βλέπης πως χάνει ο Τόπος δυο χέρια που μπορούσανε να του φυτέψουν ένα κρομμύδι. Μια τέτοια ζημία δεν είναι τίποτις μπρος ταθάνατα τα δώρα που μας ετοιμάζει το Μεγάλο το Κεφάλι. Σκοπεύω να σε φέρω σε μια παράταξη τώρα· να τηνε δης την Αθήνα σε μεγάλο πανόραμα.

Παράξενο σμίγμα ο Συνέσιος· αρχαϊκός πολίτης και φιλόσοφος από τη μια, Χριστιανός Ιεράρχης από την άλλη. Λες και στεκότανε στο κατώφλι του νέου κόσμου. Ο ήλιος που βασίλευε τον περέχυνε πίσωθε, το νέο φως τον οδηγούσε από μπρος. Πότε βαφτίστηκε δεν το ξέρουμε.

Τρελλή ξετρελλή, την παίρνουν οι λεβέντηδες και την καθίζουνε στο γαδουράκι μπρος οπίσω. Σέρνουν το γαδουράκι, και καθώς έμπαιναν από την πόρτα της, ανέβαινε κι ο δόλιος ο γέρος από την Αγορά. Θεός ξέρει πώς του φάνηκε εκείνη η παράταξη! Ακούμπησε στον τοίχο, έπεσε κάτω, και πια δεν ξανασηκώθηκε. Τι απόγεινε η κερά Πιπίνα, το ξέρεις. Κατάντησε να μαζεύη ελιές.

Φέρε των παιδιών κρασί μπρούσικο, Γιάνη, και πες του κυρ Μήτρου να τα κουρντίση, κ' ίσια στο δικό μας με τα παιχνίδια! Καλά στεφανώματα, αφεντικό, και να σου ζήσουνε, να γεράσουνε! Κωστ. Μπρος, παιχνίδια, και πίσω παλικάρια. Μια πέρδικα. — μια πέρδικα, μονάκριβη Την είχε η μάτην είχε η μάννα στο κλουβί, έρχεται άγουρος την παίρνει, και στα ξένα τηνε φέρνει.

Τι παρακάλια στους ζωντανούς εδώ κάτω, να τον γκρεμίσουνε, να μην τ' αφήσουν ανωφέλητο το μολύβι του, ίσως κ' έτσι συχωρεθούν τα μεγάλα τα κρίματα που τις έφεραν τις μεγάλες τις συφορές. — Μολύβι! τι λόγο ξεστόμισες, θα μου πης. ... Όχι, δε θα μου το πης εσύ αυτό! Το ξέρεις εσύ το κρύφιο το βοτάνι που δυναμώνει νου και καρδιά, και μπόδια μπρος του δε βλέπει.

Η δράσις με το να είναι περιωρισμένη θα άφινε τον Σαίξπηρ ανικανοποίητον και αφανέρωτον και ακριβώς, όπως εστάθη ικανός να κάνη το καθετί με το να μη κάνη τίποτε, έτσι και μην αναφέροντας ποτέ τον εαυτό του στα δράματά του κατώρθωσε να τον φανερώνουν αυτά τέλεια και να μας δείχνουν την αληθινή του φύση και ιδιοσυγκρασία πολύ καλύτερα παρά εκείνα τα παράξενα κ' εξαίρετα σοννέτα, κ' εκείνα ακόμη απ' αυτά που μέσα τους βάζει γυμνό μπρος σε κρυσταλλένια μάτια το μυστικό της καρδιάς του.

Τρεις φορές όμως φάνηκε ότι ο θαλασσινός άνεμος έφερνε στην παραλία μια μανιασμένη κραυγή. Τότε, δείχνοντας το πένθος τους, η γυναίκες χτυπούσαν τα χέρια τους, ενώ οι σύντροφοι του Μόρχολτ, μαζεμένοι παράμερα μπρος στης σκηνές τους, γελούσαν. Κατά το δείλι, φάνηκε, στο βάθος, το πορφυρό ιστίο: Ήταν η βάρκα του Ιρλανδού, που έφευγε από το νησί. Ξεφωνητά απελπισίας αντηχήσανε: «Ο Μόρχολτ!

Α! μπρος της θ' ανοίξω όλη μου την καρδιά: Τη μητέρα σου, το ομοίωμά σου». Κατά τις ένδεκα ερώτησε ο Βέρθερος τον υπηρέτη του, μήπως επέστρεψεν ο Αλβέρτος. Ο υπηρέτης είπε «ναι»· είδε το άλογό του να το ξαναφέρνουν κει πέρα. Έπειτα του έδωκε ο κύριός του ένα ανοικτό γραμματάκι που έγραφε: «Θα έχετε την καλωσύνη 'να με δανείσετε τα πιστόλια σας για ένα ταξείδι που σκοπεύω να κάμω; Υγιαίνετε

Κατάκοιτος μπρος στα κύματα περίμενε το θάνατο. Σκεφτότανε: «Μ' εγκαταλείψατε λοιπόν, Βασιληά Μάρκε, μένα που έσωσα την τιμή του τόπου σας; Όχι, το γνωρίζω, ωραίε θείε, ότι θα δίνατε την ζωή σας για τη δική μου. Αλλά τι μπορεί η αγάπη σας; Πρέπει να πεθάνω. Μολαταύτα είνε γλυκό πράγμα να βλέπη κάνεις τον ήλιο, και η καρδιά μου είναι τολμηρή ακόμη.