Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Οι ανωτέρω — ΚΥΡΙΑ ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Χαίρω πολύ που σε βλέπω, Κλεόντ. Ήρθες εγκαίρως· έρχεται ο άντρας μου· ετοιμάσου να του ζητήσης τη Λουκίλη. ΚΛΕΟΝΤ Α! κυρία μου, τι γλυκά που είνε για μένα αυτά τα λόγια σας και πόσο κολακεύουν τους πόθους μου! Μου ήταν δυνατόν ν' ακούσω πειο ευχάριστη διαταγή και να δεχθώ πειο πολύτιμη χάρι; Οι ανωτέρω — ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ.
Γ’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ακούετε, σύντροφοι, ακούετε; Α’. ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ας ακολουθήσωμεν τον θόρυβον, όσον επιτρέπεται να προχωρήσωμεν να ιδούμεν πού θα παύση. Η αυτή πόλις. Δωμάτιον εν τοις ανακτόροις. Εισέρχεται ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ, η ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ, η ΧΑΡΜΙΟΝ και άλλοι υπηρέται. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Έρως! την πανοπλίαν μου· Έρως! ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Κοιμήσου ολίγον. Φόρεσέ μου τον οπλισμόν μου.
— Δεν εφαίνετο νάνε πολύ πιωμένος, παιδί μου· και πού βρεθήκανε τα χιόνια; Ο δρόμος ανοιχτός όλος πέρα-πέρα . . . . Ολίγο πατημένο χιόνι δω εκεί . . . . Καμπόσο χιόνι έχει μοναχά στα ψηλώματα. Και πού τα ίδετε σεις τα χιόνια; Να βλέπατε στον καιρό του παππού μου, που ήμουνα μικρό κορίτσι, δύο μπόια, τρία μπόια χιόνι . . . . Μας σφράγιζε μπροστά την πόρτα, ίσα με το ανώφλιο, δυο οργυιαίς.
Έβλεπον τα κιτρινωπά του γηραιού Γάγγου κύματα μεγαλοπρεπώς κυλιόμενα προ των οφθαλμών μου· τας ημιγύμνους των Ινδιών θυγατέρας επί της όχθης αυτού, επιθετούσας μετά θρησκευτικής προσοχής επί των αργών του υδάτων τα αναμμένα αυτών λυχνάρια, και παρακολουθούσας τον πλουν των λυχναρίων τούτων μετά παλμών καρδίας και δακρυβρέκτων ομμάτων, όπως ίδωσιν εάν ο εκλεκτός αυτών τας αγαπά. — Και έβλεπον μεταξύ αυτών μίαν προ πάντων, τόσον γνωστήν, τόσον οικείαν και τόσον εξέχουσαν των άλλων κατά την καλλονήν και το πνεύμα, ήτις και αύτη ετοποθέτει διά των λευκών δακτύλων της ευλαβώς έν μικρόν, ελαφρόν λυχνάριον επί των υδάτων του Γάγγου, και παρηκολούθει τας κινήσεις αυτού με τους ωραίους γαλανούς οφθαλμούς της, και έβλεπεν, ότι, όσω και αν απεμακρύνετο απ' αυτής το φλογίδιον του λύχνου, δεν εβυθίζετο, δεν εσβύνετο, και εσκίρτα ως δορκάς εξ αγαλλιάσεως, και ανεφώνει δακρύουσα, «με αγαπά! με αγαπά! θα πετάξω από τ η ν χ α ρ ά ν μ ο υ!» Και φλογερός πόθος διέκαιε την καρδίαν υπό τα στέρνα μου και απεφάσιζα απαρεγκλίτως να μεταβώ εις Καλκούτταν.
Εις μίαν τέτοιαν αξιοθρήνητον θεωρίαν, εγέμισα από θυμόν και οργήν· ω ωραία μου Γουλνάζε, εφώναξα, εις τι κατάστασιν σε ευρίσκω; ποία βάρβαρα χέρια ημπόρεσαν να σε φορτώσουν αυτά τα σίδερα; Αχ, αγαπημένε μου Σειρμώγ, μου απεκρίθη αυτή· είσαι εσύ εκείνος, που βλέπω; ποία κακή τύχη σε εμετάφερεν εδώ; αλλοί εις εμέ θέλεις γένει ογλήγωρα και εσύ θυσία της σκληράς αδελφής μου· εκατάλαβεν αυτή πως σε ελευθέρωσα, και διά να με παιδεύση, με έβαλεν εις τούτες τες αλυσίδες, και ευρίσκομαι εδώ από εκείνον τον καιρόν που σε ελευθέρωσα· μα εκείνο που με θλίβει περισσότερον είναι ο κίνδυνος εις τον οποίον ευρίσκεσαι και του λόγου σου.
Αλήθεια, του απεκρίθη ο βασιλεύς, εσένα σου έπρεπεν ο θάνατος, διά να καθαρισθή η γη από ένα τερατώδη άνθρωπον ωσάν εσένα· μα επειδή και σου έταξα να σου αφήσω την ζωήν, δεν βγαίνω από τον λόγον μου· σου παίρνω μοναχά το δακτυλίδι ως εργαλείον ολέθριον των ανομιών σου, διά να μην ημπορέσης πλέον να βλάψης το ανθρώπινον γένος, και τα γηρατειά σου θέλουν είνε η παίδευσίς σου.
Εγώ είμαι εκείνος ο ταλαίπωρος Χαν των Νογαΐδων· εσύ βλέπεις την γυναίκα μου και τον υιόν μου· ηθέλομεν έχει μεγάλον άδικον να μη σου φανερωθούμεν, ύστερον από τόσην δεξίωσιν και θάρρος που μας έδειξες· ελπίζω όμως ότι εις ετούτην την περίστασιν με την συμβουλήν σου θα μας βοηθήσης διά να έβγωμεν από τούτον τον κίνδυνον.
Όταν λοιπόν ανεχώρησαν εκείναι, εγώ διά να περιδιαβάσω άνοιξα όλας εκείνας τας θύρας και είδα πράγματα ανεκδιήγητα· τέλος πάντων η τυφλή μου περιέργεια με εκίνησε να ανοίξω και την χρυσήν θύραν· σιμά εις τους πολυτίμους θησαυρούς και αξιοθαύμαστα πετράδια εύρον και ένα ωραιότατον άλογον, μαύρον το χρώμα· το έσυρα έξω εις την αυλήν και το εκαβαλλίκευσα με μεγάλην χαράν στοχαζόμενος ότι εις το εξής εκείνον θα είναι η ξεφάντωσις και περιδιάβασίς μου· το εκτύπησα διά να κινηθή και αυτό μένει ακίνητον· αλλ' όταν εκτύπησα και δεύτερον και τρίτον, άνοιξε κάποια πτερά και επέταξεν εις τον αέρα υψηλά με τόσην ορμήν, που εγώ από τον φόβον μου εχάθην.
Ενώ δε απεμακρύνετο, εμονολόγει: «Δε θέλω να μου μιλής ... Διάολε, με το ζόρε αγάπη; Να πάρης τον Τερερέ να γενή το κέφι ταδερφού σου. Δε σε θέλω, τζάνε μου· πως το λένε; ... Έχει κιάλλες κοπελλιές το χωριό δέκα βολές καλλίτερες. Καλλίτερη 'σαι συ απού το Μαρούλι;» Ούτω βαδίζων εξήλθεν από το χωριό, χωρίς να το καταλάβη.
Ρίχνει θλιβερές ματιές σε κείνην που λατρεύει, αλλά ο σεβασμός που της έχει κ' η παρουσία του πατέρα της τον εμποδίζουν να μιλήση, ν' ανοίξη το στόμα του, και της μιλεί μόνο με τα μάτια. Ωραία Φιλίς, πολύ πονώ, πολύ για σε υποφέρω· άνοιξε πεια τα χείλη σου κι' άνοιξε την καρδιά σου και πες μου ποια είν' η μοίρα μου· να ζήσω ή να πεθάνω; Δεν μπορείς τον πόνο μου να νοιώσης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν