Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
— Α! άρχων, είπεν ο Πετρώνιος επίτρεψόν μας ν' ακούσωμεν εγγύτερον τον ειλικρινή τούτον γέλωτα, τον γέλωτα τον τόσον σπάνιον σήμερον. — Ευχαρίστως, απήντησεν εγειρόμενος ο Πλαύτιος· είναι ο μικρός μου Άουλος και η Λίγεια παίζοντες την σφαίραν. Αλλά νομίζω, Πετρώνιε, ότι αι ημέραι σου παρέρχονται με διαρκή γέλωτα.
— Ίσως λοιπόν και εγώ να κινδυνεύσω, παρετήρησε τότε ο Αριστόδημος, αλλ' όχι όπως συ λέγεις τα πράγματα, αλλά σύμφωνα με τον Όμηρον, δηλαδή μικρός και άσημος εγώ, να μεταβώ απρόσκλητος εις το τραπέζι ενός σοφού ανδρός. Συ λοιπόν ο οποίος με πέρνεις μαζή σου πρέπει και να με δικαιολογήσης, διότι εγώ δεν θα ομολογήσω ότι επήγα απρόσκλητος, αλλά θα ειπώ ότι μ' επροσκάλεσες συ.
Εφώναξε και πάλιν, αλλά απόκρισιν δεν έλαβε, και επί τέλους τον επήρεν ο θυμός, και πετά το ποτήρι εις την κεφαλήν της γραίας, η οποία έπεσεν αμέσως ανάσκελα, μουσκεμένην από το νερόν. — Μωρέ! εφώναξεν ο μικρός Κλώσος από την θύραν του ξενοδοχείου. Μου εσκότωσες την νόναν μου. Και αρπάζει τον ξενοδόχον απο τον λαιμόν. — Ιδέ, της ετρύπησες το μέτωπον.
Αλλά μετ' ολίγον ο μικρός Κλώσος ελησμονούσεν ότι δεν έπρεπε να το λέγη, και εφώναζε. «Εμπρός όλα μου τ' άλογα!» — Να μη σ' ακούσω να το ειπής άλλοτε, εφώναξε θυμωμένος ο μεγάλος Κλώσος, διότι θα με κάμης να κτυπήσω το άλογόν σου κατακέφαλα, να το σκοτώσω, να μη το έχης μήτε αυτό! Δεν το μεταλέγω, είπε ταπεινά ο μικρός Κλώσος.
Επειδή γνώριζε την αγάπη της σ' εμένα και τα όσα έλεγε η μάνα μου, σκέφθηκε μήπως μεπερίμενε νανταμωθούμε κροφά· κι' ανέβαινε, φαίνεται, στο βράχο για να 'δη ανυπόμονη αν ερχότανε ο μικρός εραστής. Πολλές φορές κάθησε, ως όπου να φτάση πάνω και πάνω στο βράχο. Εκεί πάλι κάθησε κέσκυψε με στάση Νιόβης. Κλαίει πάλι; μουρμούρισε ο Δρακογιώργης. Μα είντα 'ν' αυτά; Να πάω θέλω να 'δω.
Ο πατήρ του ηγόρασεν άλλην, αφού τον υποχρέωσε να υποσχεθή ότι δεν θα την πιάση εις την χείρα έως τα μεσάνυκτα, όταν θα υπάγουν εις την Ανάστασιν. Ο μικρός απεκοιμήθη κλαίων και χαίρων.
Μα πάλι του ήρθε να σηκώση την άγκυρα, να ζυγώση στο μώλο και να βγη στη στερηά. Τον έπνιγε κάποια στενοχώρια. Πρώτη φορά έννοιωθε πως ήτανε μοναχός του μέσα στον κόσμο και μοναχός του μέσα στη βάρκα. Αληθινό στοιχειό. Και ο κόσμος του φάνηκε τώρα δυο φορές πιο μεγάλος κ' η βάρκα του καράβι τρικάταρτο, που βρισκότανε μέσα μοναχός του κ' έρημος, μικρός, μικρός, μικρότερος από ένα μαμούνι.
Μία ωραία γέφυρα ήτο επί του ποταμού. Εις την μέσην της γέφυρας ο μικρός Κλώσος εσταμάτησε και είπε δυνατά διά να τον ακούση ο καλόγηρος. — Τι να το κάμω το κιβώτιον αυτό; Είναι βαρύ ωσάν να ήτο γεμάτον από πέτρας. Θα κουρασθώ να το σύρω ακόμη. Θα το ρίψω εις τον ποταμόν. Αν το ρεύμα μου το φέρη, καλά. Αν βουλήση, υπομονή!
Όλην την νύκτα, κοιμώμενος και αγρυπνών, ωνειρευόμην την δρυν, την θεσπεσίαν και υψηλήν . . . Την πρωίαν εκείνην του Μεγάλου Σαββάτου, καθώς είχεν ευωδιάσει ο ναΐσκος από δάφνας και λιβανωτίδας, και είχε κρουσθή τρελλά από παιδικάς χείρας ο μικρός κώδων ο υπεράνω του γείσου της στέγης της πλακοσκεπούς, χαιρετίζων το «Ανάστα ο Θεός», το οποίον έψαλλεν ο παπάς ραίνων τους πιστούς με πέταλα ρόδων και ίων . . . είτα, πριν απολύση η λειτουργία, εγώ έγεινα άφαντος.
Τώρα είχον παρέλθει δώδεκα έτη, ο αδελφός της, ευρίσκετο ακόμη εις τας φυλακάς, ο πατήρ της προ πολλού είχεν αποθάνει, ο Στάθαρος κι' ο Γιαλής δεν επανήλθαν ποτέ από την Αμερικήν, ο μικρός ο Γιωργάκης κ' εκείνος είχε πάρει μεγάλα πέλαγα, η Κρινιώ κι' αυτή είχε μεγαλώσει, η Δελχαρώ είχε γεννήσει και πάλιν κόρην, κι' αυτή, η Αμέρσα, είχε μείνει γεροντοκόρη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν