Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Ο μικρός ο ταξειδιότης, Οχ το βράσιμο της νιότης, Με γοργά πατήματά του Απηδάει οχ τη χαρά του. Και η γριά, οπού πηγαίνει Όχι καλοκαρδισμένη, Φρονιμώτερα πατάει, Και στο δρόμο τ' οδηγάει· Και το ήφερνε από στράτα, Και βουνά γγρεμούς γιομάτα, Δίχως χόρτο, ή πρασινάδα, Ή νερού καθόλου ίκμάδα· Πουθενά βοσκή δε βρίσκουν· Ολη μέρα άδια μνήσκουν· Και σαν πήρε το σκοτάδι, Νηστικά απερνάν το βράδυ.

Και ήναπτον όλοι τας μεγάλας λαμπάδας οι ναύται, τας οποίας είχον φέρει από το ταξείδιον, και έλαμπεν η εικών, και έλαμπεν όλη η Εκκλησία. Και ακτινοβολούσε το πράον του Αγίου πρόσωπον εκ χαράς, νομίζεις, ως να ευχαριστείτο ότι την στιγμήν εκείνην εβούιζεν ο μικρός ναός εκ της φαιδράς των ασμάτων ψαλμωδίας, μετ' ιδιαιτέρας αγάπης επαναλαμβανούσης το «Άγιε Νικόλαε» εν τοις εγκωμιαστικοίς ύμνοις.

Συγχρόνως ο Μανώλης εψιθύρισεν ανατείνων την κεφαλήν με την προσπάθειαν να τον ακούση μεν ο μικρός αυθάδης, να μη τον ακούσουν δε ο Στρατής και η Πηγή: — Του γέρου διαόλου θα σε δώσω, τσίλαρο! Διά να φέρη δε ένα αντιπερισπασμόν εις την ταραχήν του είπε προς τον Στρατήν: — Είχα μια μάνικα όντεν' ήρθα, απού δεν ήφεγγα να σάςε 'δώ.

Από μέσα από μια μουριά, ένα μικρό σκουληκάκι είπε σιγαλά: — Εγώ είμαι ο μικρός ανυφαντής, που ρουφάω τις αχτίδες του ήλιου και του φεγγαριού. Εγώ θα της υφάνω τα μαλλάκια της. Ένα πουλάκι, που κελαϊδούσε τη νύκτα με το φεγγάρι, είπε τραγουδιστά: — Εγώ θα κτίσω τη φωληά μου μέσα στα στήθια της και θα κελαϊδώ τα πιο γλυκά τραγούδια μου.

Η δυνατότερη αγάπη είναι κείνη που φέρνει πόνο, ίσια ίσια γιατί γίνεται πάντα δυνατότερη. Μα θέλω να τα ιστορήσω εξαρχής και να διηγηθώ όλα όσα κλείνει το βιβλίο αυτό, όπως διηγούνται ένα όνειρο. Κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο στον αναγνώστηόλα αυτά δεν είναι τίποτες άλλο παρά το βιβλίο, που με παρακάλεσε να γράψω ο μικρός αδερφός.

Τίποτε δεν είχε να ενθυμηθή μικρός, τίποτε να ενθυμηθή μεγάλος. Μικρός ποτέ δεν έκαμε Χριστούγεννατην χώραν, παρεπονείτο πολλάκις.

Ο μικρός Κλώσος έδωκεν εις τον γεωργόν τον σάκκον με το δέρμα, και επήρε εν κοιλόν γεμάτον έως επάνω με χρήματα. Ο δε γεωργός του εδάνεισεν έν αμαξάκι διά να μεταφέρη το κοιλόν και το κιβώτιον με τον διάβολον. Ο μικρός Κλώσος τον απεχαιρέτησε και έφυγεν. Εις την άλλην άκραν του δάσους ήτο ένας βαθύς ποταμός. Το ρεύμα του έτρεχε με τόσην βίαν, ώστε εζαλίζετο κανείς να το βλέπη.

Και λοιπόν συχνά τον εκάλουν οι ταξειδιώται και ο μικρός είχε την μεγαλυτέραν κατανάλωσιν χωρίς να γνωρίζη και αυτός διατί.

Είναι τ' αδράχτιαν των τροχών από αράχνης πόδια, κι απ' των ακρίδων τα πτερά του αμαξιού ο θόλος· απ' αραχνιάν ψιλήν ψιλήν τα χαλινάρια είναι· τα ζυγολούρια από υγρήν ακτίνα της Σελήνης· η μάστιξ γρύλλου κόκκαλον, και πάχνη το σχοινί της. Και ένας κούνουπας ψαρός ο αμαξάς της είναι, μικρός μικρός, 'σαν το 'μισόν απ' ένα σκουληκάκι οπού τσιμπά το δάκτυλον μιας οκνηρής κοπέλας.

Εβρόντησεν ο γέρω-ναύτης· και ήπλωσε τας βαρείας χείρας του ως δύο ξύλα. Αλλ' ο Ζούμπουρας, κοντός ως ήτο, διεξέφυγε πάλιν. Ο καπετάν-Φαφάνας, ανήρ συνομήλικος με τον Μέλτον τον Μισακόν, όταν ήτο μικρός, μαθητής του Σχολαρχείου, είχε γλυκυτάτην φωνήν, και ήτο ο καλλίτερος κανονάρχης του χωρίου, καθαρά αναγινώσκων το ψαλτήριον, μελωδικώς κανοναρχών, και μελωδικώς απαγγέλλων τον Απόστολον.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν