Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Τον κήπο, το περβόλι, τα χωράφια, όλα θα βάλω ναν τα σκάψουν. — Τι λες, παιδί μου! — Μη φοβάσαι, μητέρα, και μη λυπάσαι. Μην κάνεις κ' εσύ σαν τους ανίδεους και σαν τον αδερφό μου. Τ' αγαθά τα δικά μας δεν είν' απάν' από τη γη — ξέρε το· είνε μέσα της. Τα φύλαξε καιρούς και χρόνους για να τα βρούμε μεις. Και τι χαρά, μητέρα· τι δόξα μας άμα βγούνε πάλε στου ήλιου το φως!
Τόση δε οργή την κατελάμβανε κατά της γειτονίσσης της, ώστε της ήρχετο πολλάκις να συμπλακή μετ' αυτής. Αλλά δεν ήθελεν αυτή να γείνη θέατρον εις το χωρίον. Ήρχετο τότε ο χειμών. Και θέλουσα και μη θέλουσα η Θωμαή, ανέβαλε να εκτελέση την απόφασίν της, υπακούσασα εις την μητέρα της.
Τα παιδάκια τα ανηρτημένα επί της λευκής ποδιάς ήσαν ομοιώματα μικρών παιδίων, ταχθέντα από τας μητέρας, όταν τα μικρά των ήσαν άρρωστα, εις την Παναγίαν την Γλυκοφιλούσαν, την μητέρα του θείου βρέφους, και προσφερθέντα εις τον ναόν της μετά την ίασιν των αρρώστων. Το ομοίωμα του μικρού ζώου ήτο και αυτό βεβαίως από τάξιμον.
Η οικογένεια του είνε ο τύπος της παλαιάς οικογενείας, με όλα της τα ψεύδη και με όλας της τας προλήψεις. Η μητέρα του είνε η σκλάβα του πατέρα του, και τα παιδιά ανατρέφονται μέσα εις το σκότος αυτής της δουλείας.
Θάχω πάντα, σ' όλη μου τη ζωή, ζωντανή στη μνήμη μου τη φριχτήν ημέρα, που είδα να σκοτώνουν τον πατέρα μου και τη μητέρα μου και να βιάζουνε την αδερφή μου.
Ο βασιλεύς ο πατήρ μου, η μητέρα μου η βασίλισσα, όλοι οι κάτοικοι της πόλεως και όλος ο λαός του βασιλείου ήσαν ειδωλολάτραι και μάγοι και εγώ αν και που εγεννήθην από γονείς ειδωλολάτρας έλαβα όμως καλήν τύχην, διότι όντας νέον παιδίον, ο πατήρ μου διώρισεν μίαν δούλην γραίαν διά να με κυβερνά και να με ανατρέφη· αυτή ήτο καλή Μουσουλμάνα και με εδίδαξε κρυφίως όλο το βιβλίον του προφήτου, πώς να διαβάζω και πώς να προσεύχωμαι· και μετά τον θάνατόν της εγώ εφύλαξα ότι με εδίδαξεν απαράλλακτα.
Η γραία επανέλαβε και πάλιν· — Δεν έχεις τίποτε. Κουράγιο, νυφούλα μου, κουράγιο! Πτωχή γυνή! υπέφερεν ως μάρτυς. Είχε γείνει θύμα της άγαν ταύτης φιλοστοργίας της πενθεράς της. Τόσον την ηγάπα, ώστε την είχεν απομακρύνει από τους εξ αίματος συγγενείς της. Δεν επέτρεπεν εις την μητέρα και τας αδελφάς της να έλθωσι να την νοσηλεύσωσιν.
Κι' άρχισε αμέσως σαϊτιές. Ο Αίας την ασπίδα παραμερούσε· τότε αφτός τηρώντας μόλις χτύπαε κάναν οχτρό, τον άφινε νεκρό εκειπά, και γύρναε 270 πίσω απ' τον Αία να κρυφτεί, σαν πίσω από μητέρα παιδί· κι' αφτός τον σκέπαζε με τη λαμπρή του ασπίδα.
«Τηλέμαχε υψηλόλογε, ακράτητε, τι λέγεις! 85 μας εξυβρίζεις, όνειδος 'ς εμάς να ρίξης θέλεις. και δεν σου πταιν των Αχαιών παντάπασ' οι μνηστήρες, αλλ' η γλυκειά μητέρα σου, 'που 'ναι σοφή 'ς τους δόλους• ότι τρεις χρόνοι πέρασαν και ο τέταρτος θα κλείση, απ' ότε αυτή των Αχαιών την γνώμην γελοπαίζει. 90 'ς όλους ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει με τα μηνύματα• και νους καθ' άλλο μελετάει. και τούτο τ' άλλο τέχνασμα σοφίσθη αυτή κ' ευρήκε• πανί μεγάλον έστησε 'ς τα μέγαρα να υφάνη, λεπτόν, αμέτρητο, κ' ευθύς προς εμάς είπε• ω νέοι 95 μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας, τον γάμο μη μου βιάζετε• σταθήτε, ως ν' αποκάμω το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 100 των Αχαιίδων μη καμμιά 'ς τον τόπο μ' ονειδίση, αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. αυτά 'πε κ' εκατάπεισε την ανδρική ψυχή μας. τότε όλ' ημέρα το πανί το μέγα ύφαιν' εκείνη, και νύκτα το ξεΰφαινε 'ς την λάμψιν των λαμπάδων. 105 έτσι με απάτη ξέφυγε τρεις χρόνους, κ' έπειθ' όλους τους Αχαιούς• τον τέταρτον ότ' έφεραν η ώραις, μας τα 'πε μια των γυναικών, οπού τα γνώριζ' όλα, κ' ηύραμε αυτήν 'που τ' εύμορφο ξεΰφαινε πανί της. κ' έτσι τ' αποτελείωσεν, αθέλητ', εξ ανάγκης. 110 και την εξής απάντησι σου δίδουν οι μνηστήρες, συ να την μάθης, και άμα εδώ των Αχαιών τα πλήθη• 'ς τα γονικά την μάννα σου προβόδα, και άνδρ' ας πάρη όποιον θέλη ο πατέρας της κ' εκείνη προτιμήση• και αν μελετά τους Αχαιούς πολύ να βασανίση, 115 με τα δώρα 'που επλούτισεν η Αθήνη την ψυχή της, μ' έργα 'που ηξεύρει αξιόλογα, με νου λαμπρό 'που ευρίσκει τεχνάσματ', όσα ουδέ ποτέ των παλαιών καμμία καλοπλοκάμων Αχαιών ακούσθη να γνωρίζη, είτ' η Αλκμήνη, είτ' η Τυρώ, είτε η καλή Μυκήνη,— 120 οπού καμμιά δεν ώμοιασε 'ς το νου της Πηνελόπης,— όμως, αν όλα εγνώρισε, τούτο σωστά δεν κρίνει• ότι το βιο, τα πλούτη σου, να τρώγουν δεν θα παύσουν, όσο 'που εκείνη έχει τον νουν αυτόν 'που μες τα στήθη της βάζουν οι αθάνατοι• 'ς τον εαυτόν της φήμην 125 μεγάλην παίρνει, αλλ' αφαιρεί πολύν εσένα πλούτον• ουδέ θα πάμε εις τους αγρούς εμείς ή αλλού, πριν κείνη λάβη άνδρ' από τους Αχαιούς, όποιον και αν προτιμήση».
Ιδού λοιπόν αφήνω τον βωμόν και παραδίδομαι εις τα χέρια σας. Σφάξατέ με, φονεύσατέ με, δέσατέ με, κρεμάσατέ με από τον λαιμόν. Ω, παιδί μου, εγώ η μητέρα σου καταβαίνω εις τον Άδην, διά να μη πεθάνης συ! Αν δε σωθής από τον θάνατον, ενθημήσου την μητέρα σου, πόσα υπέφερε κ' εχάθη. Και, όταν σε φιλή ο πατέρας σου, αγκάλιασέ τον και με δάκρυα ειπέ του τι έκαμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν