Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Εκεί οι αρχόντοι πάγαιναν συμαζωχτοί, ακουμπώντας πας στα κοντάρια, για να δουν την ταραχή, και βόγγαε μέσα η καρδιά στα στήθια τους.
Μα τι τα θέλεις! Με όλη τη χαρούμενη έκφρασι που είχαν ψυχωμένα και άψυχα γύρω, κάτι εκρεμόταν αόρατο ψηλά κ' εκάθιζε μυλόπετρα στην ψυχή μας. Ανεξήγητη ανησυχία εκυρίευε όλων τα νεύρα. Ήταν η πίκρα του χωρισμού; ήταν ο φόβος του κινδύνου; Όχι· δεν το πιστεύω. Αν ήταν η «Παντάνασα» πρωτοτάξειδη εμείς όμως είμαστε παλιοί θαλασσομάχοι. Ο Βάραγγας εδιάλεξε τον αθέρα για να βάλη μέσα.
Κ' έβγαιναν 'ςτον ανήφορο εκείνο κι από τα χαμηλότερα σπίτια, για ν' απολάψουν τη δροσιά του βουνού και τ' αθάνατο νερό τ' Αζώηρου, που ήτον κατάκρυο και καλοχώνευτο, κι όπ' έβρισκαν συχνά μέσα του χλωρά φύλλα πεύκου κι οξιάς και πουρναριού των ψηλωμάτων του Πίνδου.
Ήλθαμ' εις τ' άντρ' ογλήγορα και μέσ' αυτός δεν ήταν, αλλ' έβοσκεν εις ταις βοσκαίς τα σαρκωμέν' αρνιά του. και ως φθάσαμ' εκυττάζαμεν όσά 'χε μέσα τ' άντρο• τα τυροβόλια γεμιστά, και η μάνδρες στοιβασμέναις αρνιά κ' ερίφια• κ' είχε τα ξεχωριστά κλεισμένα, 220 τα πρώιμ' αλλού, τα δεύτερα αλλού, και αλλού τα τρίτα. και όλα επλημμύριζαν ορό, και κάδοι και σκαφίδες, τ' αγγεία τα καλόφθειαστα, 'π' άρμεγε αυτός το γάλα. τότε με λόγια οι σύντροφοι θερμά μ' επαρακάλουν, απ' τα τυριά να πάρουμε και φεύγοντας με βία 225 αρνιά κ' ερίφια γλήγορα να σύρουμ' απ' ταις μάνδραις 'ς το πλοίο μας, και τα πικρά να σχίσουμε πελάγη. να 'χα δεχθή την γνώμη τους! αλλ' είχε βάλει ο νους μου κείνον να ιδώ και ξενικά να μου χαρίση δώρα• και αχ, να φανή δεν έμελλε τερπνός εις τους συντρόφους! 230
Έτσι την έσυρ' από το καπίστρι, κι' αφίνοντας εκεί το σαμάρι της με τη καβάλα μου ολόβολη, κολυμπημένα 'ςτό νερό μέσα, γύρισα μαζύ με τη μούλα το κατήφορο 'ςτό χάνι του Τρίκκα. Το χάνι ήτον κλεισμένο. Έλειπε 'ςτό χωριό του ο Παλιοχωρίτης χανζής. Στου κατωγιού του την πόρτα στέκονταν 'ς ένα παραστάτη ριζωμένος ο ξάδερφός μου, ζυφτάρι καμωμένος από τη βροχή.
Κ' η Λιόλια το κρατούσε στην αγκαλιά της ολημέρα: κι αλήθεια σαν κούκλα ήτονε μέσα στα χέρια της που κι αυτή κοριτσάκι ήτον ακόμα κ' έδειχνε σαν κοριτσάκι πούπαιζε κ' έκανε τη μητέρα. . . Και την έσφιγγε η Λιόλια που δεν έπαιζε ποτέ της κούκλες την κερένια της την κούκλα μ' όλο το πάθος που αισθάνονται τα κοριτσάκια για τις μεγάλες κούκλες τους.
Έπειτα η Αμερικάνα επέθανε ή του έφυγεν ή και την εσκότωσε. — Είχε δα και στο βλέμμα κατιτί άγριο σαν του φονιά. — Λοιπόν την εσκότωσε. Αγόρασε το ξύλο. Μπα! αυτός ν' αγοράσει; αυτός να δουλέψη; Να, σε κάποιον κόρφο το ευρήκεν αρραγμένο, επήδησε μέσα τη νύχτα, εσκότωσε τον καραβοκύρη με τον λάζο του — είχε δα κ' ένα φοβερό λάζο! — έβαλε μέσα το παιδί του κ' εγύρισε στο νησί.
Ο εθνικός ποιητής των Αμερικανών, ο Ουίτμαν, λέει σ' ένα από τα σαν παρθένα δάση τραγούδια του : «Εκεί όπου προβαίνουνε στις δημόσιες τελετές οι γυναίκες, ίσες με τους άντρες, εκεί όπου μέσα στη δημόσια συνέλευση κάθουνται οι γυναίκες ίσες με τους άντρες,―εκεί ορθοστυλώνεται η μεγάλη Πολιτεία!» ΣΗΜ. Εις το πρώτον μέρος της κριτικής του κ.
Μέσα από τους καλοστρωμένους δρόμους, στολισμένους με μεταξωτές γιρλάντες, περνούσε η λαμπρή συνοδεία: ο Βασιληάς, οι κόμητες και οι πρίγκηπες, με την Ιζόλδη στη μέση.
Δεν βλέπει τον εκτεταμένον κόσμον ο οποίος κείται προ αυτής, ουδέ τους πολλούς οι οποίοι ηδύναντο να της αναπληρώσουν την απώλειαν, αισθάνεται τον εαυτόν της ολομόναχον, αισθάνεται πως ο κόσμος την εγκατέλειψεν· εγκαταλελειμμένη υπό του κόσμου, και τυφλή, στενοχωρημένη υπό της φοβεράς ανάγκης της καρδιάς της, κατακρημνίζεται, ώστε μέσα στο θάνατο, που τα πάντα περιλαμβάνει, να καταπνίξη όλα τα βάσανά της. — Αυτή, Αλβέρτε, είναι η ιστορία τόσων πολλών ανθρώπων!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν