United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν όμως τους ιδή τις διανοιγομένους και εισδύση εντός αυτών, πρώτον μεν θα τους εύρη ως τους μόνους λόγους που έχουν έννοιαν μέσα τους, έπειτα δε θειοτάτους και πλείστ' αγάλματ' αρετής περικλείοντας και αναφερομένους εις πλείστα ή μάλλον εις όλα όσα αρμόζει να έχη υπ' όψιν ο θέλων να γείνη καλός και αγαθός.

Έξω οι στεριές στης νύχτας τη φεγγαροφώτιστη χλωμάδα βυθισμένες εθόλωναν φανταχτερά. Τα ριζοβούνια πάνω του Ταΰγετου εκάπνιζαν χωμένα μες τους διάφανους ατμούς, που ανάσεναν οι ρεματιές του μέσα οι πεντασκότεινες. Ψηλότερ' ακόμα εφλώμωναν κι ασπρολογούσαν οι βουνοκορφές φωτολουσμένες. Εξέφεβγαν, ξεμάκρεναν πάνω στον άπειρο ουρανό φανταστικές στης νύχτας το βαθύ μυστήριο.

Σαν να εσύριξεν όφις ή δράκων. Οι γρυπαράδες όλοι με τάσπρα μανδήλια έχοντες δεμένον τον κούκον των, τσεσμελήδες φιλόπονοι και αγαθοί, παρακαθήσαντες γύρω άρχισαν ήδη να τρώγουν όλοι από το αυτό βαθύ πινάκιον, την κρεμοειδή ψαρόσουπαν, την οποίαν μόνον αυτοί ξεύρουν να παρασκευάζουν από λογιών-λογιών ψάρια, πετρόψαρα· τρώγοντες δε συνωμιλούσαν ηρέμα, ή αστειεύοντο αναφέροντες επεισόδια του αλιευτικού αυτών βίου γελαστά και σπαρταρίζοντα, καθώς σπαρταρίζουν τα ποικίλα είδη των ιχθύων μέσα εις τον βαθύν σάκκον του δικτύου λαμπυρίζοντα επαργύρους λάμψεις.

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ. Ήταν εκείνο τον καιρό που μέσα στη Θεσσαλονίκη έχτιζαν την τετράγωνην αψίδα με τους θαυμαστούς πυλώνες τεχνίτες Έλληνες, Μικρασιάτες.

Τι να ειπή που έτρεμε του Ανέστη τον γρόθο. Άσπριζε μόνον ως τ' αυτιά· έδειχνε στο χαμόγελό του γουλιά κατακίτρινα σαν να είχαν φαρμακόφιδο μέσα τους κ' εκινούσε το κεφάλι ρίχνοντας σουβλερές ματιές στον ξεφαντωτή. Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό το παιγνίδι. Όπως στη θάλασσα και στην ψυχή του ανθρώπου η πάρα πολλή γαλήνη άφευκτα θα γεννήση τρικυμία. Ηθέλησα να πείσω το παιδί να μετριάση τ' αστεία του.

Κιάν δε μ' οχτρεύγεσαι ακόμη, είπε με μειδίαμα η Πηγή, κόπιασ' από μέσα. Ο Μανώλης εισήλθε κατακόκκινος από εντροπήν και χαράν. — Καλώς τονε το μανισμένο! είπεν η Πηγή, ακτινοβολούσα. Και αφού του προσέφερε καθέκλαν, εκάθησε και αυτή απέναντι εις το «σανίδι» του αργαλειού. — Εγώ 'λεγα πως δε θα μου ξαναμίλιες μπλειο ... εξηκολούθησε.

Αυτή, η νεκρώνουσα, η συνθλίβουσα, είναι το μεν τέκνον του αέρος, το δε η κραταιά του ποταμού κυρίαρχος: διά τούτο δύναται και εις την υψηλοτέραν κορυφήν του όρους με ταχύτητα δορκάδος να μετεωρισθή, όπου μόλις βαθμίδας διά τα βήματά των οι τολμηροί ορειβάται επί του πάγου πρέπει να τάμωσιν και πλέει και τον ορμητικόν χείμαρον επί των λεπτών φυλλωμάτων ελάτων και πηδά εκεί από του ενός βραχώδους όγκου εις τον άλλον περιβαλλομένη ως διά πτερύγων από την λευκήν χιονώδη κόμην της και την κυανοπρασίνην εσθήτα της, ήτις λάμπει όπως το ύδωρ μέσα εις τας βαθείας της Ελβετίας λίμνας.

Να φέρω εδώ μέσα κυρίαν, να μου αναποδογυρίση τα πάντα, να με αναγκάζη να εξέρχωμαι όταν θέλω να μένω, και να μένω όταν θέλω να εξέλθω, να ακούω την φλυαρίαν της όταν επιθυμώ σιωπήν, να ανοίγω το παράθυρον ενώ κρυώνω, διότι εκείνη ζεσταίνεται, ή να το κλείω ενώ ζεσταίνομαι διά να μη κρυώση! Και ταύτα λέγων έκλεισε το παράθυρον.

Και σα θυμήθη, στέναξε μέσα απ' τα βαθιά κι' είπε «Ναί, δύστυχε, άλλοτες κι' εσύ, αγαπητό μου αδρέφι, 315 μούστρωσες δείπνο αναστικό εδώ μες στην καλύβα γοργά γοργά και γλήγορα, σα βιάζουνταν ν' ανοίξουν οι Δαναοί με τον οχτρό πολυδακρούσα μάχη. Μα τώρα εσύ μου κοίτεσαι νεκρός και δε σαλέβεις, κι' εμένα νηστικιά η καρδιάκιας έχω τόσα ομπρός μου320 ποθώντας σε.

Και μέσα στο χαλασμό, μέσα στις φλόγες και στα κατρακυλίσματα των τοίχων, άκουγες άγριες φωνές και φώναζαν από παντού, Νίκα, Νίκα! καθώς συνηθίζανε να φωνάζουνε στους αρματηλάτες όταν τρέχανε στο ιπποδρόμιο. Από κει λοιπόν ονομάστηκε το φοβερό αυτό κίνημα Στάση του Νίκα . Τέσσερεις μέρες βάσταξε το κακό εκείνο.