United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βοηθάτε με! έκλαιεν ολολύζων ο καπετάν Λιμπέριος μισοπνιγμένος μέσα εις τα αφρισμένα κύματα, και προσπαθών να πιάση από το μπαστούνι το κότερον, σαν παιδί από το χέρι, ο πτωχός, να το τραβήξη έξω . . .

Μπαμ! μπαμ! μπαμ! ακούνε στη μέσα τάπια άλλη· και μονομιάς, — Στα όπλααα! Στα όοοπλααα ! βραχνές αγριοφωνές άπλωσαν κ' εθόλωσαν μέσα του κάστρου τον αέρα.

Και τότε ωνειρεύθη οιονεί ότι εξαναέζη όλην την περασμένην ζωήν της. Και παραδόξως, μέσα εις τον ύπνον της, έβλεπε τα επίλοιπα εκ των ονείρων της παρελθούσης ημέρας. Έβλεπεν όχι πλέον ότι υπανδρεύετο ή επροικίζετο, αλλά ότι εγέννα, και της εφάνη ότι είχε και τας τρεις κόρας της συγχρόνως, την Δελχαρώ, την Αμέρσαν και την Κρινιώ, μικράς, σχεδόν ομήλικας, ως να ήσαν τρίδυμοι.

Ένα τορπιλλοβόλο μαύρο και χαμηλό ήταν αραγμένο καμιά πεντακοσαριά μέτρα μακριά από το μεγάλο θωρηκτό. Στο Ρένα το ναύτη φάνηκε καθώς το κύτταζεν έτσι σιωπηλό, τόσο έρημο και ξεχασμένο από τον κόσμο, ώστε όλη η λογική του δεν έφθασε να τον κάνει να πιστέψει στην πραγματικότητα του· και σκέφτηκε: — Τάχα να βρίσκονται άνθρωποι ίδιοι με μας κει μέσα; Πιο μακριά στο βάθος, η μεγάλη στεριά.

Ο αγγειοπλάστης καθόταν στο καλύβι του και σαν λουλούδι από το σιωπηλό τροχό το αγγείο έβγαινε μέσα στα χέρια του. Στόλιζε τη βάση και τον κορμό και τις άκρες με ομοίωμα λεπτού φύλλου εληάς ή πολύκλωνον αγκαθιού ή καμπυλωτού κι αφροστεφανωμένου κύματος.

Αποκοτιά, μαθές, επανέλαβε και η θειά το Αρετώ. Συγχρόνως δε κατέβη εις τον νουν της μία ιδέα. — Αμμή σαν το αποφασίσης, γυιέ μ', κάνε το σταυρό σ', και τάξε τίποτε στην Παναγιά, να σε φυλάξη. — Έταξα εγώ μέσα μου, είπεν ο Στάθης· έταξα να της την πάγω ασημένια τη μια τη γίδα, σαν την γλυτώσω, την Ψαρή. Την Ψαρή ας γλύτωνα! Ο ιερεύς έκαμε διφορούμενον νεύμα.

Συνέχιζε όμως ν’ απλώνει την κουβέρτα και σαν να σταματούσε λίγο για να παρατηρήσει το τοπίο στα δεξιά και το τοπίο στα αριστερά, και τα δυο μελαγχολικά όμορφα, με την αμμώδη πεδιάδα να την διασχίζει το ποτάμι, με σειρές από λεύκες, με χαμηλές σκλήθρες, με βουρλοτόπια και φλόμους, με την εκκλησία μαυρισμένη από τα βάτα, το παλιό νεκροταφείο χορταριασμένο και μέσα στο πράσινο να ασπρίζουν σαν μαργαρίτες τα κόκαλα των νεκρών, και στο βάθος ο λόφος με τα ερείπια του Κάστρου.

Ο ναύαρχος Σαχτούρης γιατί μας αφήκε ορφανούς; Ο εξάδελφός μου ο Λαμπίκης τι γίνεται; Ο ναύαρχος Λεβίδης;..... Και χάνεται μέσα εις λαίλαπα και βροντήν ενθουσιασμού. Εις την Αμερικήν ή εις την Ελλάδα ευρίσκομαι; Επί εβδομάδας τώρα βομβαρδίζεται η Αβάνα και πέφτει ως η Πρέβεζα, αλλά μένει ορθή.

Τινές είπον γνώμην να παραλάβωσι τας γυναίκας και τα τέκνα των και να κατέλθωσιν εις την πολίχνην, όπως ακούσωσι την Ανάστασιν και λειτουργηθώσιν· αλλ' ο μπάρμπα-Μηλιός, όστις έκαμνε τον προεστόν εις τα Καλύβια, και ήθελε να εορτάση το Πάσχα όπως αυτός ενόει, ο Φταμηνίτης, όστις δεν ήθελε να εκθέση την γυναίκα του εις τα όμματα του πλήθους, και ο μπάρμπ' Αναγνώστης, χωρικός όστις «τα είξευρεν απ' έξω όλα τα γράμματα της Λαμπρής», αλλά δεν ηδύνατο ν' αναγνώση τίποτε «από μέσα», και επεθύμει να ψάλη το «Σώμα Χριστού μεταλάβετε»,—οι τρεις ούτοι επέμειναν, και πολλοί ησπάσθησαν την γνώμην των, ότι έπρεπεν εκ παντός τρόπου να πείσωσιν ένα των εν τη πόλει εφημερίων ν' ανέλθη εις τα Καλύβια να τους λειτουργήση.

Ο Τριστάνος σας μηνάει ότι θάναι κρυμμένος στο δρόμο μέσα στα βάτα. Σας μηνάει να τον λυπηθήτε. — Είπα. Ούτε πύργος, ούτε φρούριο, ούτε διαταγή βασιλική θα μ' εμποδίσουν να κάνω το θέλημα του φίλου μου».