United States or Slovenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σελήνη, αθόρυβη θεά, φέγγε γλυκά και λάμπε· στα μάγια πριν καταπιαστώ θα τραγουδήσω εσένα και την Εκάτη πούρχεται μέσ' απ' της γης τα σπλάχνα και τριγυρνά στα μνήματα και την φοβούνται οι σκύλλοι.

Η φωνή του διέλυσεν, ούτως ειπείν, τα μάγια, υπό την επήρειαν των οποίων διετέλει η αδελφή του Κ. Μελέτη. Ανέπνευσε βαθέως στενάξασα, αι χείρες έπεσαν επί των γονάτων της, οι οφθαλμοί της εκλείσθησαν, το αίμα ανήλθεν εις τας παρειάς της, αλλά δεν ηδύνατο εισέτι να προφέρη λέξιν. Ο Κ. Μελέτης έλαβεν αντ' αυτής τον λόγον.

Τελικά ο ντον Πρέντου ρώτησε σχεδόν δειλά: «Κι εσύ τι λες;» «Για τι πράγμα μιλάτε;» «Νοέμι!», διαμαρτυρήθηκε η ντόνα Έστερ, αλλά ο αρραβωνιαστικός τής έκανε νόημα να σωπάσει και ξανάρχισε να τραβά το ύφασμα από τα γόνατα της μνηστής του. «Για τα μάγια μιλάμε! Να τα διαλύσουμε πριν παχύνω υπερβολικά. Πώς θα τα διαλύσουμε, λες εσύ; Έτσι, να έτσι! Στην υγειά εκείνου που μας βλέπει

Ο γαμπρός αυτός, με τον οποίον προ πέντε εβδομάδων είχε στεφανωθή, ήτο «ταβατζίδικος», ήτοι διαφιλονεικούμενος, βλασφημημένος, είχεν άλλον αρραβώνα, τον οποίον διέλυσε προ μικρού, εις την γειτονεύουσαν νήσον, οπόθεν κατήγετο. Της έλεγαν ότι η πρώην πενθερά του είξευρε μάγια, ότι θα τον εμάγευε και θα τους έκαμνε κακόν. Πού είξευρε κι' αυτή η κακομοίρα; Αυτόν της έδωκαν, αυτόν επήρε.

Και απ' το καράβι ανέβηκα κ' από το περιγιάλι. και ότ' έφθασα διαβαίνοντας την ιερή λαγκάδα, 275 σιμάτης πολυβότανης Κίρκης το μέγα δώμα, τότε ο χρυσόρραβδος Ερμής, 'ς το δώμα ενώ κινούσα, εμπρός μου εφάνη ως άγουρος 'π' σκροφυτρόνει τρίχαις, κ' είναι ο καιρός 'που' φαίνεται της νειότης όλ' η χάρι• ήλθε, το χέρι μώσφιξεν, ωνόμασέ με κ' είπε• 280 «πάλιν, ω δύστυχε, πού παςτα όρη μέσα μόνος, του τόπου ανήξερος; κ' εδώτης Κίρκης τους κρυψιώναις τους στερεούς οι φίλοι σου 'σαν χοίρ' είναι κλεισμένοι• και αυτούς να λύσης συ θα πας κει μέσα• αλλά πιστεύω δεν θα γυρίσης, αλλ' αυτού θα μείνης 'που 'ναι οι άλλοι. 285 αλλ' από τέτοιον όλεθρον εγώ θα σε λυτρώσω• έμπα με τούτο το καλό βοτάνι, οπού σου δίδω, της Κίρκης μες τα δώματα, και αυτό θα σε φυλάξη. και όλα τα ολέθρια θα σου ειπώ σοφίσματα της Κίρκης• μίγμα θα φθειάση και εις αυτό βοτάνια θα σου ρίξη• 290 αλλά τα μάγια της εσέ να πιάσουν δεν θ' αφήση το βότανό μου το καλό• και μάθε τ' άλλ' ακόμη• άμ' έλθ' η Κίρκη με μακρύ ραβδί να σε κτυπήση, απ' το πλευρό σου σύρ' ευθύς τ' ακονητό σπαθί σου, 'ς την Κίρκη ρίξου ως άνθρωπος, 'που αίμα ορμά να χύση• 295 θα φοβηθή, και θα σου ειπή να κοιμηθής μαζή της• πρόσεχε τότε, της θεάς μην αρνηθής την κλίνη, τους φίλους σου όπως λύση αυτή και σε καλοξενίση• αλλά να ομόση ζήτησε θεών των μέγαν όρκο, ότι άλλο ενάντια σου κακό δεν θα σκεφθή κανένα, 300 μήπως ανδρειά και δύναμιν, ως γυμνωθής, σου πάρη».

Η γραία όμως μητέρα της νευρική και οξύθυμος, ως είνε αι γερόντισσαι, την επίστευσε την κακόβουλον φήμην, και χωρίς να γνωρίζη η κόρη της, ένα βράδυ, νηστική, ζαλισμένη, απεφάσισε να υπάγη εις τον γέροντα τον καπετάν-Μαμμή και να τον ικετεύση να χαλάσουν τα μάγια αλλ' από τον πόνον της ωμίλησε με αυθάδειαν κάπως. — Δεν 'νομάζεις Θεό, καπετάν-Μαμμή; Είπε κλαίουσα η γραία.

ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ Μη ζητής πλειότερα να μάθης! ΜΑΚΒΕΘ Ειπήτε μου! Το απαιτώ! Αν μου το αρνηθήτε, ανάθεμα αιώνιον επάνω σας να πέση!... Βυθίζονται τα μάγια σας;... Τι κρότος είναι τούτος; Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Ελάτε! Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Ω! ελάτε! Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Ω! Ελάτ' εδώ! ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ Ελάτε να φανήτε εις τα 'μάτια του, ελάτε την καρδιά του να την καύσετε. Ωσάν σκιαί φανήτε, φύγετ' ως σκιαί!

Ποια απ' την ψυχή μου δύναμι, ποιο χέρι απ' την καρδιά μου Αθώα κ' εγώ να την φιλώ μ' εβάσταγε, δεν ξέρω. Με τέτοια αθώα φιλήματα, μ' αθώα παιγνίδια τέτοια. Ημείς εμεγαλώναμαν και πέρναγαν τα χρόνια. Εγώ 'παιρνα παλληκαριά κι' αυτή ωμορφιά και μάγια. Ως πώφεξε μια χαραυγή, της άνοιξης μια μέρα, Που εγνώρισα 'ςτά μάτια της και 'ςτό χαμόγελό της Κάποιο μυστήριο αγνώριστο ως τότε 'ςτήν καρδιά μου.

Τέρας, που τ' όνομά σου δεν 'μπορεί να 'πή ανθρώπου γλώσσα! ΜΑΚΒΕΘ Χαμένος είν' ο κόπος σου. Όσον 'μπορεί να βλάψη το κοπτερόν σου το σπαθί τον άυλον αέρα, τόσον του είναι δυνατόν κ' εμέ να αιματώση. Τρωτά κεφάλια να κτυπάς! Έχ' η ζωή μου μάγια, και δεν φοβάται άνθρωπον γυναικογεννημένον. ΜΑΚΔΩΦ Δεν ωφελούν τα μάγια σου!

Άρχισε τόρα να κλαίη και να μύρεται απαρηγόρητα. Τέλος εδεήθηκε του Θεού, ακόμη μια φορά να πιάσουν τα μάγια του, για να σώση τον τόπο από τα ξωτικά. Ο Θεός τον εισάκουσε και μ' ένα λόγο συνάζει τα φουσάτα και οργισμένος, σαν να έρριχνε θανάσιμους εχθρούς τα διασκορπίζει περίγυρα.