Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Παρήλθαν ολίγα λεπτά, η δύναμις εδιπλασιάσθη· ο μέγας όγκος εκινήθη ολίγον τι, έως δύο σπιθαμαίς, το παλάγκον εκόπη από την βίαν του ελκυθμού, η γούμενα με τους δύο μακαράδες έμεινεν άπρακτος περί την πρύμνην, οι ημίσεις των ανθρώπων δυσμόθεν του σκάφους έπεσαν εις την άμμον προς το μέρος της θαλάσσης και οι άλλοι ημίσεις έμειναν με το παλάγκον εις τας χείρας προς το μέρος της λίμνης, καγχασμοί και γογγυσμοί των πεσόντων, ών τινες εμωλωπίσθησαν ελαφρώς εις τον δεξιόν βραχίονα ή την πλευράν, ο πλοίαρχος κάθιδρως, ηλιοκαής, αξιολύπητος, εστενοχωρείτο φοβερά, και ο καπετάν-Δημήτρης ο Κασανδριανός, όστις με το τσιμπούκι του, με τον ηλέκτρινον μαμμέν, με το τσόχινο πανωβράκι του, με τα υψηλά μέχρι του γόνατος υποδήματά του, τα οποία ηγάπα να φορή χειμώνα και θέρος, είχεν έλθει να πρωτοστατήση εις την καθέλκυσιν του σκάφους και δεν είχε παύσει από πρωίας να δίδη οδηγίας και συμβουλάς, ιδών το ατύχημα εστέναξε και βραδύγλωσσος επεφώνησε·
Της έβγαλε τον πλούσιο πορφυρό μαντύα, και χαριτωμένο φάνηκε το σώμα της στη λεπτή τουνίκα και στο μεγάλο μεταξωτό φόρεμα. Κ' η Βασίλισσα δε μπόρεσε να κρατήση τα γέλοια σαν θυμήθηκε τον καλό γέρω-ερημίτη που είχε σκορπίση και της τελευταίες οικονομίες του, για να την στολίση. Η ρόμπα της είναι πλούσια, λεπτά τα μέλη της, τα μάτια της γαλανά, και φωτεινά τα μαλλιά της σαν ακτίνες του ήλιου.
Μετ' ολίγα λεπτά έφθασε πετάμενη, ως κουρούνα, κ' εφώναξε κάτω από το μικρόν πρόστοον της οικίας της Λ... — Τα σχαρίκια, Λ... ήρθ' ο αρραβωνιαστικός σου — ο Γιαννάκης ο Δράκος έφθασε. Η Λ... δεν επίστευε τα ώτα της, επί ικανήν ώραν έμενεν ως απολιθωμένη. Την πρωίαν έφθασεν εις το Κάστρον ο μνηστήρ ο ξενιτευμένος. Ο Γιαννάκης δεν έφερε καμμίαν δυσκολίαν, ως έμαθε τα συμβάντα.
Έστρεψα την κεφαλήν και είδα τέσσαρας μικρούς χωρικούς στηλόνοντας επ' εμού περίεργα βλέμματα, αλλ' άμα οι οφθαλμοί μας απηντήθησαν, έφυγον δρομαίως όπισθεν του πατητηρίου. Μετ' ολίγα λεπτά νέος ορμαθός παιδίων παρουσιάζεται όπισθέν μου. Με το δάκτυλον εις το στόμα με παρετήρησαν έκθαμβα επί τινας στιγμάς, και στρέψαντα τα νώτα απεμακρύνθησαν τρέχοντα. Κατόπιν αυτών ήλθον άλλα.
Η κόρη εξήλθε, κατέβη στον δρόμον, κ' η θεία της ήνοιξε το παράθυρον και την ενεθάρρυνε. Μετά πέντε λεπτά ήκουσε την φωνήν της, οπού εκάλει την κόρην του καπετάν Λυμπέρη. — Τι είνε; Ποιος φωνάζει; — Κατέβα να σου πω. Ήκουσε μικρόν θόρυβον, συνεννοήσεις, φωνάς της παιδίσκης από τον δρόμον, της μητρός της από το μπαλκόνι. Και μίαν τελευταίαν παραγγελίαν: — Ας είνε, πήγαινε. Ναρθής γλήγορα.
Είτα παρήγγειλε τον καφέν του, και ειξεύρων ότι έπρεπε να περιμένη είκοσι λεπτά της ώρας εωσού κατορθώση να του τον ψήση ο γέρο-Ακούκατος, ο καφετζής, μετέβη χωλαίνων εις την αποβάθραν, όπου είχαν συναχθή άνδρες τινές και παιδία ξυπόλητα πολλά, όπως ίδωσι και θαυμάσωσι τους υποψηφίους. Την στιγμήν εκείνην απεβιβάζοντο εκ της λέμβου οι υποψήφιοι. Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης έκραξε προς αυτούς·
Αλλά επί πολλά λεπτά η καρδιά εξηκολούθει να κτυπά με πνιγμένον ήχον. Αλλ' όμως κανείς τόσον αδύνατον ήχον δεν μπορούσε πλέον ν' ακούση διά μέσου του τοίχου. Τέλος εσταμάτησεν. Ο γέρων είχεν αποθάνει. Ξανάβαλα το κρεββάτι εις την θέσιν του και παρετήρησα τον νεκρόν. Ναι, ήτο άκαμπτος ως νεκρός. Εστήριξα το χέρι εις το μέρος της καρδιάς και το εκράτησα έτσι επί τινα λεπτά. Δεν εκτυπούσε πλέον.
Και ποιος δεν τον γνώριζε; Ήτον ο Αγάς του Μοχού, που λεγότανε Μόχογλους. Την ίδια στιγμή ο Σιφογιάννης κατέβηκε από το γαϊδούρι, έσυρε το ζώο στην άκρη του δρόμου, το κράτησε 'κεί ακίνητο και στάθηκε κιο ίδιος δίπλα να περιμένη τη διάβα του Αγά. Μετά πέντε λεπτά ο Μόχογλους έφτανε μένα ψαρό άλογο. Θάτονε σαράντα πέντε ετών, αλλά φαινότανε γεροντώτερος.
Ο λεπτά κουρδισμένος οργανισμός του, όσον αδιάφορος κι αν μπορούσε να ήταν στο να επιβάλλη πόνους στους άλλους, ήταν ο ίδιος παραπολύ ευαίσθητος στον πόνο.
Παρήλθον δέκα λεπτά της ώρας, και γενναίον πετροβόλημα άρχισε να δέρνη την στέγην, τας ξυλώσεις και τας δοκούς του αφατνώτου πατώματος της ερήμου οικίας. Πολλοί λίθοι με υπόκωφον δούπον, διερχόμενοι διά των δοκών, και άλλοι διά της θύρας, έπιπτον εις το έδαφος του ισογείου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν