United States or Israel ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί που η ζερβιά παλάμη μου χεράκωνε την αμασκάλη της την τρυφερή και το δεξί χέρι μου κράταε το σκληρό κουτσάκι του σαμαριού για να μη γέρνη, τότες έννοιωσε αυτή το πρόσωπό της νοτισμένο ακόμα κ' είδε βρεμμένα και τα μπροστινά ρούχα της. — Κύτταξε, μου είπε, πως έγεινα από τα νερά εκεί πώπεσα. — Δε σ' έβρεξε η ρεμματιά, σ' εράντισα γω με τα χέρια μου για να σε συνεφέρω.

Σαν γυρίσης ζωντανός, η βασιλοπούλα θα γίνη δική σου. Το βασιλόπουλο γύρισε και κύτταξε τα ματωμένα του ποδάρια και τα κουρελιασμένα του ρούχα, ύστερα σήκωσε τα μάτια του και κύτταξε το μονοπάτι που σκαρφάλωνε στην κορφή του ψηλού βουνού. Και το πήρανε τα κλάματα. — Αλλοίμονο! είπε. Τα πόδια μου δε με βαστάνε πια. Θα καθήσω εδώ να ξεψυχήσω.

Εισήλθον εις τον περίβολον διά να ίδη η χήρα τον τάφον, και δείξη τούτον, ως αξιοπερίεργόν τι, εις την μικράν Ανεψιάν της. — Να, Αφέντρα μου, κύτταξε πού θα με βάλουν! Η κόρη εκύτταξε με άκακον περιέργειαν και αφοβίαν. — Τι ώμορφο ταφάκι, που θάχης, θεια, είπε· μικρούτσικο . . . — Μου πήραν μέτρο, είπεν η γραία, μα δεν ξέρω, αν θα μούρχεται ίσα-ίσα.

Με έν πήδημα ο Λιγιεύς έφθασε το ζώον και το συνέλαβεν από τα κέρατα. — Κύτταξε, έκραξεν ο Πετρώνιος, αφαιρέσας την τήβεννον από την κεφαλήν του Βινικίου. Ούτος ηγέρθη, εσήκωσε το πελιδνόν πρόσωπόν του και ήρχισε να παρατηρή την κονίστραν με τους υελώδεις και απλανείς οφθαλμούς του. Όλων τα στήθη δεν είχον πλέον πνοήν. Εις το αμφιθέατρον και το πτερύγισμα μυίας θα ήτο ακουστόν.

Σήκου, Μαριανθούλα μ', και μας περιμένει ο παπάς! Σήκου να πάμε γλήγορα! Σήκου, καμάρι μου! Σήκου, για να γυρίσωμε γλήγορα και να φάμε γαλατάκι από τες γιδούλες μας! Με τα πολλά ξύπνησε η τσούπρα. Άνοιξε τα μάτια της και κύτταξε κακιωμένα τη βάβω της, δακρύζοντας και λέγοντας: — Αχ! μωρή βάβω, και συ τι μώκανες! Αχ! τι μώκαμες, παλιοβάβω! Αχ! τι μώκανες!

Εδιάβηκε η μαυρύλα Κ' έρχεται πάλαι η ξαστεριά. Θολός, συγνεφιασμένος Δε μένει τέτοιος ουρανός, ώρα πολλή δε μένει. — Καπνούρα, Μήτρε, καταχνιά... δε μας χασομεράνε. Όθε περάσουν, ερημιά, μένει το χώμα στείρο. — Έρχετ' εμπρός η Λιαπουριά με τον Ομέρ Βριόνη.. Διαμάντη, κύτταξε και συ, σαν και να σταματήσαν.

Και εάν το εύρωμεν τόρα, μη σε μέλει, δεν θα σου φανώ οχληρός να σε ερωτώ, τι ήτο εκείνο, το οποίον ευρήκες μόνος σου. Τόρα όμως πάλιν κύτταξε αν σου φαίνεται ότι το εξής πράγμα είναι το ωραίον. Ορίζω λοιπόν ότι αυτό είναικύτταξε όμως ολόγυρά μου προσεκτικά, μήπως παραληρήσωλοιπόν ας ειπούμεν ότι ωραίον είναι εκείνο που είναι χρήσιμον. Το είπα δε αυτό συμπεραίνων από τα εξής.

ΟΣΒ. Τα έγραψα, κυρία μου. ΓΟΝΕΡ. Ξεκίνησε αμέσως· πάρε μαζί σου μερικούς ανθρώπους μου. Ειπέ της τους φόβους μου, και πρόσθεσε και ιδικούς σου λόγους, ώστε το πράγμα δι’ αυτήν χειροπιαστόν να γίνη. Ξεκίνησε. Και κύτταξε αμέσως να γυρίσης. — Απέρχεται ο ΟΣΒΑΛΔΟΣ. Α! όχι όχι· πίστευσε, με τους γλυκούς σου τρόπους και με την καλωσύνην σου την τόσην... Δεν σου λέγω ότι αυτά είναι κακά.

Μα ο δήμαρχος... εψιθύρισε ο ΤσαϊπάςΤι δήμαρχος!.. Αν μίλαε θα τον έπαιρναν με τις πέτρες. Ο Τσαϊπάς κύτταξε για μια στιγμή το φίλο του κατάματα· έπειτα έσκασε τα γέλοια. Εγέλασε τόσο δυνατά που ο δικολάβος αναγκάστηκε να φύγη από κοντά του. Πίσω μου, Σατανά! με παλαβούς δεν είνε να καταπιάνεται κανείςΈτσι, φίλε μου, προσβάλλεις το θρησκευτικό αίστημα τ' αλλουνού!

Ω, μα τον Πέλοπα, μα τον Ατρέα τον πατέρα σου και μα την μητέρα μου αυτήν, η οποία πρώτον πόνον δι' εμέ ησθάνθη όταν μ' εγέννα και δεύτερον τούτον σήμερον ότε με χάνει, ποίαν σχέσιν έχω εγώ με τον γάμον του Πάριδος και της Ελένης ; Διατί να χαθώ εγώ, πατέρα μου, δι' αυτούς ; Κύτταξέ με με βλέμμα συμπαθές, φίλησέ με, να φέρω τουλάχιστον μαζή μου προς ενθύμησιν το βλέμμα και το φίλημά σου εκεί όπου θα υπάγω, εάν δεν εισακούσης την παράκλησίν μου.