Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Γύρισε, φοβιτσάρη, να ιδής τον εαυτό σου. Καθρέφτη σούκαμα να καθρεφτίζεσαι μέσα. Ο Δημητράκης γύρισε αργά — αργά και κύτταξε πάλε το κέντημα. Ήταν κίτρινος σαν το φλωρί· τα μάτια του έρριχναν παράξενες αστραπές. Τα μαλλιά πεσμένα στο μέτωπό του τον έδειχνε σαν να σηκώθηκε από αρρώστεια πολυκαιρινή. Τα χείλη του άσπρα έτρεμαν από τη συγκίνηση.
Αλλά μια μέρα δυο χελιδόνια πέταξαν μέχρι το Τινταγκέλ κ' έφεραν μια τρίχα από τα χρυσά μαλλιά σου. Πίστεψα ότι ερχόντανε να μου αναγγείλουν ειρήνη και αγάπη. Να γιατί πέρασα τη θάλασσα κι' ήρθα να σε ζητήσω. Να γιατί αντιμετώπισα το θερίο και το φαρμάκι του. Κύτταξε αυτή την τρίχα, ραμμένη μέσα στης χρυσές κλωστές του επενδύτη μου.
Ο δήμαρχος ιδών ότι ο επίτροπος ήτο αμετάπειστος, και φρονών ότι θα εξετίθετο η υπόληψίς του απέναντι των ξένων, ωμίλησε μετά τινος αυστηρότητος προς τον επίτροπον, όστις όμως εξηκολούθει να επιμένη. Τότε ο δήμαρχος αλλάξας γλώσσαν — είχε δύο· μίαν αλειμμένην μέλι, και άλλην αλειμμένην φαρμάκι — λέγει προς τον επίτροπον μετά πικρίας: — Για να σου πω: Πήγαινε, κύτταξε τα κεριά σου!
Ο ένας έλεγε: «Κύτταξε, δύστυχε, το ανάστημα του Μόρχολτ της Ιρλανδίας: είναι πειο δυνατός από τέσσερες ρωμαλέους άντρες.
Επόνουν πόνον δριμύν και φλογερόν εις την κνήμην. Δύο άνδρες εξήταζον την πληγήν μου. Όρθιος άνωθέν μου ο καπετάνιος με εκύτταζε σιωπηλός, και γύρω εις κύκλον συνεσφίγγοντο οι στρατιώται του. — Ο Μίρτος; ηρώτησα. — Τους εδιώξαμεν, είπεν ο αρχηγός, χωρίς ν' αποκριθή εις την ερώτησίν μου. Τώρα, εξηκολούθησε, κύτταξε να γείνης καλά, διά να μη έχω λόγια με τον θείον σου.
Αλλοίμονο σ' εσένα, κυνηγέ, και τρισαλλοίμονό σου. Ο νέος ο κυνηγός την κύτταξε γλυκά. — Κι' αν έχης αδέρφια και ξαδέρφια, χαρά σ' εμένανε, να τρέξη το αίμα μου ποτάμι στην ποδιά σου... Τότε τα δυο τα χείλια της βοσκοπούλας του είπανε πάλι με τρομάρα: — Φύγε, κυνηγέ, από σιμά μου... Και τα δυο της τα μάτια του είπανε με λαχτάρα: — Έλα, κυνηγέ, και πέσε στην αγκαλιά μου.
— Αι, αι! ανακράζει ο μεγαλείτερος Παρσαλίδης, κύτταξε, κύτταξε, μαμά, πως έγεινε ο Γιωργάκης! σωστός μασκαράς. Και ταύτα λέγων σύρει την μητέρα του εκ της εσθήτος, ίνα ελκύση την προσοχήν αυτής επί το διασκεδαστικόν θέαμα.
Έπειτα τον κύτταξε από τα πόδια ως το κεφάλι με περιέργεια. Δεν τον είχε ιδή πολλές φορές από κοντά. Μα κι όσες τον είδε ποτέ δεν τον πρόσεξε. Την περιφρόνηση που έτρεφαν σ' αυτόν οι πρόγονοί του, την έτρεφε κ' εκείνος από παράδοση. Τώρα όμως έβλεπε πως είχε άδικο. Ο Πέτρος δε φαινότανε και τόσο αξιοκαταφρόνητος. Ήταν ένας χωριάτης άξιος και δυνατός.
Αλλ' αυτά θα γείνουν, είπεν ο Κρίτων κύτταξε όμως μήπως έχης τίποτε άλλο να παραγγείλης. Ενώ δε αυτός έκαμεν αυτήν την ερώτησιν, ο Σωκράτης δεν απεκρίθη πλέον τίποτε. Αλλ' αφ' ού επέρασεν ολίγος καιρός εκινήθη, και ο άνθρωπος εξεσκέπασεν αυτόν. Και είχε τα μάτια του προσηλωμένα ακίνητα· ο δε Κρίτων, καθώς είδε τούτο, του έκλεισε και το στόμα και τα μάτια.
— Καμμιά ζημιά θ' άχουμε πάλι, γυναίκα, είπεν ο Μπάρμπα-Σταύρος κρυφίως εις την σύζυγόν του. Και είτα στραφείς προς τον κολλήγαν ηρώτησε. — Τι έχ'ς εδώ μέσα, μωρέ κολλήγα; Καμμιά γάτα αγόρασες για το μανδρί; Δεν έλεγες, καϋμένε, να σου δώση ένα από τα παιδάκια της η Κρατήρα; Κύτταξέ τα θρεμμένα που είνε. Σαν καλογερικά!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν