Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Άδικα προσπαθείς να μου το κρύψης. ΜΙΣΤΡΑΣΤι διάβολο! Τα παλιόπαιδα! Επήραν τόσο θάρρος... ΦΛΕΡΗΣΜην ανησυχής. Δεν είμαι πια ο ίδιος άνθρωπος. Καλά έκαμαν. Πολύ καλά έκαμαν. Σε βεβαιόνω. ΜΙΣΤΡΑΣΑστειεύεσαι, Τάσσο; Άφισέ με να επέμβω εγώ. Δεν κάνει να ταραχθής εσύ. ΦΛΕΡΗΣΔεν είναι καμμιά ανάγκη να επέμβης. Τώρα βλέπω τη χαμένη ζωή μου. Τώρα βλέπω τι κακό μου κάμανε οι άλλοι, Κύτταξέ με!

Ο Λάμπρος εγόγγυζεν εκάστοτε λέγων ότι «δεν θα ταιριασθούν οι άνθρωποι με τόσα», ο δε Μανουήλος εμορμύριζεν εν σπουδή: «Κύτταξε να τους καταφέρης, δεν έχουμε πολλά λεπτά». Και ο Βατούλας ελάμβανε τα χρήματα κ' εκινείτο να εξέλθη.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ Είμαι έτοιμη να σας ακούσω. Θα γυρίσω αμέσως. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Πηγαίνετε γρήγορα, κύριε· πηγαίνετε. Σε μπελάδες μας βάζει ο κύριος Φλεράν. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Τουανέττα! ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Τι; ΑΓΓΕΛΙΚΗ Για κύτταξέ με λίγο. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ε! σας κυττάζω. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Τουανέττα! ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ε καλά! τι, Τουανέττα; ΑΓΓΕΛΙΚΗ Δε μαντεύεις καθόλου γιατί θέλω να σου μιλήσω; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αυτό έλειπε να μην το μαντεύω. Για το φίλο μας δα!

Τι κουτοκουβεντιάζεις, ωρ' αγριόγιδο; . . . Δεν πρόφτακε να πη άλλο, κ' εμείς όλοι σκάσαμε τα γέλοια δυνατά. Τούτο τον πείραξε το γιδοβοσκό, κοκκίνησε 'ςτό πρόσωπο από ντροπή, δεν ξαναγέλασε, μας κύτταξε αραδαριά όλους γοργά γοργά και λέγοντας: — Ωρέ, σεις με περιγελάτε! έκαμε τρεχάλα τον κατήφορο πηδώντας σαν το κατσίκι.

Κύτταξε να ιδής πού είνε, ποίος είνε μαζί του και τι κάμνει. — Να μη φανή ότι σε έστειλα. — Αν μεν είνε μελαγχολικός, ειπέ εις αυτόν ότι χορεύω, αν δε εύθυμος, ότι αιφνιδίως ησθένησα. Ύπαγε και επάνελθε ταχέως. ΧΑΡΜΙΟΝ. Νομίζω κυρία ότι αν τον αγαπάς πολύ, δεν ηξεύρεις τον τρόπον να τον αναγκάσης να σε αγαπήση και αυτός πολύ. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τι εξ όσων έπρεπε να κάμω δεν κάμνω;

Εκείνην την φοράν, ο παππα-Νικόλας, άμα έφθασε την παραμονήν, ακολουθούμενος από πλήθος προσκυνητών διά την πανήγυριν, εστάθη πλησίον της θύρας του ναού, παρά την γωνίαν, και του είπε μυστηριωδώς·Θάχης μουσαφιρλίκια, θαρρώ. — Τι τρέχει παππά; ηρώτησε μειδιών ο Φραγκούλης, όστις εμάντευσε πάραυτα. — Θα σου έλθη τ' ασκέρι . . . Κύτταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρίς πείσματα . . .

Η γατούλα άνοιξε τα ματάκια της απάνω στα κάγκελλα του παραθυριού, νιαούρισε γλυκά και ξανακοιμήθηκε. Ο φονιάς γύρισε και τηνέ κύτταξε προσεκτικά, πρόσχαρα. — Γατί μαθές. Ένα γατί χωρίς ψυχή τούδωκα ψες το βράδυ και το γνωρίζει. Κάθεται και μου κάνει συντροφιά. Και το σκοτώνεις το γατί και λόγο δε δίνεις σε κανένα. Ας είνε. Αναποδιές γεμάτος ο κόσμος!

Τα κορίτσια! . . . Τα κορίτσια.! . . . πέσανε μέσα!. . , Κύτταξε! . . . . Δεν έχετε το νου σας, χριστιανοί; . . . Πως κάμανε; . . . Και ταφίνετε μοναχά τους, κοντά στην στέρνα, νερό γεμάτη! . . . Καλά που βρέθηκα! . . . Να τώρα πέρασα κ' εγώ . . . . Ο θεός μ' έστειλε!

Τον επόνεσε η καρδιά μου. Δεν μπόρεσα να του πω τίποτε·Τακούω να λες! ξαναείπε μ' έναν αναστεναγμό. Ο φονιάς, με τα γλυκά γαλανά μάτια, με κύτταξε κάμποση ώρα κατάματα και ξανάρχισε, τινάζοντας το τσιμπούκι του στο χώμα. Τώρα τα λόγια του ήτανε πιο ζωηρά και το πρόσωπό του κατακόκκινο: — Θέλεις τώρα να μάθης πώς έγινε το ξαφνικό; Βέβαια, δεν το χωράει ο νους σου.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν