Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025
ΖΕΦ. Καλά, τον έρωτα τον γνωρίζεις, τα κατόπιν δε θ' ακούσης τώρα. Η Ευρώπη παραλαβούσα τας φίλας και ομηλίκους της κατέβη εις την παραλίαν και έπαιζε μετ' αυτών• ο δε Ζευς ομοιωθείς προς ταύρον ωραιότατον, έπαιζε μαζύ των. Ήτο κατάλευκος, τα κέρατά του εκαμπυλούντο με χάριν και το βλέμμα του ήτο ήμερον.
— Μέσα σου τι πιστεύεις; ότι είσαι θυγάτηρ των; Η κόρη έκαμε μορφασμόν. — Ειμπορεί να είμαι, είπεν. — Ειμπορεί. Αλλά δεν έχεις βεβαιότητα, καθώς φαίνεται. — Δεν έχω, είπεν η Αϊμά. — Τότε, εις την κεφαλήν σου δεν κατέβη ποτέ καμμία ιδέα; δεν σ' εφώτισεν η φαντασία σου; — Εις τι πράγμα; — Ότι αυτοί δεν είνε γονείς σου. — Τι ωφελεί αυτό; Αφού δεν γνωρίζω ποίοι είνε. — Ειμπορείς να τους μάθης.
Κατέβη ούτω προς την οδόν Πατησίων, εσταμάτησεν ολίγον προ του πλήθους των διασταυρουμένων αμαξών και της παρερχομένης αμάξης του ιπποσιδηροδρόμου, και μόλις κατώρθωσε να αναγνωρίση πού ευρίσκετο, βλέπων δεξιά του την αμετάβλητον παλαιάν οικίαν του Μαυροκορδάτου, πιεζομένην υπό τον όγκον των πέριξ οικοδομών.
Θα κατεβή η Πεντάμορφη, 'ςτό κάστρο θα σε πάρη, Κι' ό,τι γυρέψης, θα το ιδής φερμένο 'ςτήν ποδιά σου. Χτυπάει εκείνος τ' άλογο και χάνεται 'ςτόν κάμπο. Σαράντα είχε η Πεντάμορφη, σαράντα ακέρηα αδέρφια, Σαράντα καββαλλάριδες, σαράντα παλληκάρια, Που όταν κινούσαν, έτρεμαν βουνά μαζύ και κάμποι. Κάποιο κυνήγι έναν καιρό ξανοίξανε μεγάλο, Και μέσ' ςτο κάστρο επλάκωσαν χιλιάδες βασιληάδες.
Ναι, είπα, πρέπει να φερθώ και τώρα ως ιππότης, ας μείνω ως παράδειγμα κι' εγώ ηρωισμού! κι' αφού της χήρας έτυχε να ήμαι πατριώτης, κι' ο έρως θύρα ας γενή του πατριωτισμού. Είπα, και θεία έμπνευσις για στίχους μου κατέβη . . . κι' ενώ σακκιά εζύγιζαν οι σύντροφοι μου όλοι, κι' ο έμπορος εγύριζε παντού να με γυρεύη, ακροστιχίδα έγραφα εγώ για τον Μανώλη.
Γραφτό του είταν ως τόσο, κ' ύστερα από τέτοιες δόξες, πάλε να μην κατέβη στην Πόλη. Ίσως επειδή στο μεταξύ δυνάμωσε στη Νέα Ρώμη το αντίπαλο το κόμμα — οι αυλικοί κ' οι ευνούχοι —, και δεν αποκοτούσε πια να τους δείχνη δόντια, όσο κι αν είχε πολλούς και σημαντικούς δικούς του μες στο στρατό, και μάλιστα Γότθους.
Κατέβη κάτω εις το αμπάρι, ήναψεν έν κλεπτοφάναρον το οποίον είχεν εις τον κόλπον του, παρεμέρισεν ολίγους ασκούς γεμάτους οίνον σιμά εις τα πλευρά του σκάφους, ήνοιξεν οκτώ ή δέκα τρύπες δεξιά και αριστερά εις τα μαδέρια του πλοίου. Τας τρύπας ταύτας κατεσκεύασε με την τέχνην την οποίαν αυτός εγνώριζεν, ουδέ θα συγκατένευε ποτέ να την διδάξη εις άλλον.
Ο Μαξέντιος όμως δε σύχαζε, μόνο αφορμή πως θέλει να τιμωρήση τον Κωσταντίνο για το θάνατο του πατέρα του, κάνει να ξεκινήση βόρεια με μεγάλο στρατό. Θέλοντας να τον προλάβη ο Κωσταντίνος, τοιμάζεται κι αυτός να κατέβη στην Ιταλία. Ζυγώνει ως τα βουνήσια της σύνορα, μα δε φαίνεται και να πολυβιάζεται. Κοντοστέκεται, και συλλογιέται ο Κωσταντίνος.
Καθ' ην δε ημέραν ο εξόριστος εφθασεν εις Πειραιά, όλη η πόλις των Αθηνών κατέβη εις τον λιμένα προς υποδοχήν του Δημοσθένους· ανατείνας δε τας χείρας εις τον ουρανόν, ανέκραξεν ότι « η ημέρα εκείνη ήτο η ευτυχεστέρα της ζωής του. » Ιδού η αμοιβή, η δόξα, και ο θρίαμβος της αμνησικακίας και της φιλοπατρίας! Εν τούτοις η ώρα είχε παρέλθει, και ο Γεροστάθης ηθέλησε να επανέλθωμεν εις την κωμόπολιν.
Περνούσε από τις γειτονιές ο Λαζαράκης να κατεβή στο παζάρι και τα παιδιά τρέχανε από πίσω του και φωνάζανε: «Ο καμπούρης, ο καμπούρης!» Έμπαινε στα μαγαζιά ο Λαζαράκης να ρουφήξη κανένα κρασάκι, και οι παρέες του φωνάζανε: «Ε ! Λαζαράκη, βάρδα μη μας ρίξης τη λάμπα». Σήκωνε τα μάτια του να κυττάξη καμμιά όμορφη ο Λαζαράκης και τα κορίτσια μπήγανε τα γέλια: «Της την έκαψες την καρδιά, Λαζαράκη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν