Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Ιουνίου 2025


Τελευτών τους ενουθέτησεν ότι, όστις ακούει τα λόγια ταύτα και ποιεί αυτά ήτο ως συνετός άνθρωπος όστις έκτισεν οικίαν με θεμέλια επί της πέτρας της αρραγούς, ήτις μένει ασάλευτος εν μέσω της βοής των ανέμων και της θυέλλης· αλλ' όστις τα ακούει και δεν τα εκτελεί είναι όμοιος με άφρονα άνθρωπον όστις έκτισεν επί της άμμου, και κατέβη η βροχή, και ήλθαν αι ποταμοί, και οι άνεμοι εφύσησαν και κατέρριψαν την οικίαν· και έπεσε, και μεγάλη ήτο η πτώσις της.

τον πρόδομον επλάγιαζεν ο θείος Οδυσσέας· επάνω εις βωδοτόμαρον αμάλακτ' είχε στρώσει πολλαίς προβείαις των αρνιών, 'που σφάζαν οι μνηστήρες· και, άμ' αναπαύθη, σκέπασμα του έρριξ' η Ευρυνόμη, αυτού κινώντας εις τον νουν ολέθριατους μνηστήραις 5 άγρυπνος έμενεν αυτός· και απ' το παλάτ' η κόραις, όσαις με κείνους άσεμνα να σμίγουν συνειθούσαν, βγαίναν και γέλια και χαραίς έκαμναν μεταξύ των. αλλ' εταράζετο η καρδιάτα σωθικά του εκείνου, και διαλογίζονταν πολύ μες της ψυχής τα βάθη, 10 εάν θα ορμήση θάνατον να δώσ' εις καθεμία, ή αφήση με τους προπετείς μνηστήραις να 'χουν σμίξι την ύστερή των· και η καρδιά μέσα σφοδρά του αλύκτα. και ως σκύλ', οπού τα τρυφερά μικρά της περιτρέχει, άνθρωπον ξένον αλυκτά κ' είν' έτοιμητην μάχη· 15 όμοια του αλύκτα μέσα του, καθώς αγανακτούσε. και την καρδιά του ωνείδισε, τα στήθη του κτυπώντας·βάστα, καρδιά· σκυλίτερον έχεις βαστάσει πόνον, όταν ο άγριος Κύκλωπας μου 'τρωγε τους γενναίους συντρόφους· και συ βάστασες ως ότου απ' τ' άντρο κείνο, 20 όπ' έβλεπες τον θάνατον, η γνώσι σ' έφερε έξω.— τους λόγους τούτους έλεγε προς την καρδιά του εκείνος· τότεαυτόν υπάκουσε με υπομονή μεγάλη μέσα η καρδιά του· πλην αυτός γύριζ' εδώθ' εκείθε· και ως ότε απ' αίμα γεμιστήν και απ' άλειμμα κοιλίαν 25 άνθρωπος στρέφει εδώ κ' εκείτην φλόγα οπ' έχει ανάψει, ότι ποθεί ταχύτατα να την ιδή ψημένην, εδώθ' εκείθ' εγύριζε και αυτός κ' εμεριμνούσε το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήση μόνος, κ' εκείν' ήσαν πολλοί· τότεαυτόν η Αθήνη 30 κατέβη από τον ουρανό κ' είχε θνητής το σχήμα·την κεφαλή του στάθηκεν επάνω κ' είπ' εκείνου· «Πάλι αγρυπνείς, ο άμοιρος, ως άλλος δεν ευρέθη; ιδού, το σπίτι σου, κ' ιδούτο σπίτ' η σύντροφός σου, και το παιδί σου, οπ' όμοιον κάθε πατέρας θέλει»· 35

Ο Πετρώνιος κατέβη και ηγόρασε κομψόν χειρόγραφον και το ενεχείρισεν εις τον Βινίκιον. — Σου το δωρίζω τω είπεν. Ευχαριστώ, απήντησεν ο Βινίκιος παρατηρών τον τίτλον: Το «Σατυρικόν»; Είναι νέον; Τίνος είναι; — Ιδικόν μου. Αλλά κανείς δεν το γνωρίζει και συ μη λέγης εις κανένα τίποτε περί αυτού.

Μήτε στιγμή δεν κατέβηκε να τους βάλη γνώση· μόνο πήγε στον Κίσσαβο, στη Μάνη, και σ' άλλα βουνά, κ' έστησε κει τη φωλιά της σαν ουράνιος αϊτός, και φύλαγε την ώρα να κατέβη στους κάμπους και να βλογήση τη Ρωμιοσύνη.

Ύστερα από ολίγον βλέπω να κατέβη ένας άνθρωπος χωρίς φακιόλι και γυμνός, που είχε την μορφήν του βασιλέως· ελόγιασα ότι αυτός θα ήτον ο βασιλεύς.

Κατέβη το ανάβαθρον της εξέδρας, και καλών τους Φαρισαίους. — Ψεύδεσθε, ο Ιησούς κάμνει θαύματα. Ο Αντίπας επεθύμει να τον ίδη. — Έπρεπε να τον φέρης εδώ! Τι πληροφορίας έχεις περί αυτού; Τότε διηγήθη ότι αυτός, ο Ιακώβ, έχων μίαν κόρην ασθενή, είχεν υπάγη εις Καπερναούμ διά να παρακαλέση τον Διδάσκαλον να την θεραπεύση. Ο Διδάσκαλος απήντησεν.

Έπειτα πετώντας, κατέβη εις το δώμα εκείνου του παλατίου που ήσαν οι δέκα μονόφθαλμοι νέοι με τον γέροντα και τότε εσείσθη με σφοδρότητα, εις τόσον, που με έρριξε καταγής, και με την ουράν του με εκτύπησεν εις το δεξιόν μάτι και με ετύφλωσεν και έπειτα έγινεν άφαντον.

Ζήτημα δεν είναι, πως το βρίσκει ο καθένας πολύ πιο έφκολο να πετάη στο χαρτί ό τι του κατέβη, μα δημοτική, μα καθαρέβουσα, δίχως να ψάχνη, δίχως να ιδρώνη. Γιατί πάλε κι ο τόσος κόπος; Ελάτε να το ρίξουμε όξω. Δε βλέπετε, καλέ, πως τάχουμε όλα έτοιμα; Τι αγαπάτε, να σας το σερβίρω: Ξενισμούς; Ορίστε! Άλλο τίποτα! Μα κάλλια θέλετε ίσως κ' έναν αττικισμό; Αμέσως!

Εάν δε ενθυμούμην την γενεαλογίαν του Ησιόδου, και ποίους άλλους παλαιοτέρους προγόνους αυτών αναφέρει, δεν θα έπαυα να διηγούμαι, ότι ορθώς είναι βαλμένα τα ονόματα εις αυτούς, έως ότου να δοκιμάσω τι θα κάμη επί τέλους αυτή μου η τορινή σοφία, άραγε θα κουρασθή ή όχι, αυτή που μου κατέβη τόρα έξαφνα έτσι δα χωρίς να εννοήσω πόθεν. Ερμογένης.

Ο Μαναή κατέβη από την εξέδραν και εξέθεσε την κεφαλήν εις τον Ρωμαίον στρατηγόν και ακολούθως εις όλους όσοι ευωχούντο πλησίον του και οι οποίοι την εξήταζον. Η οξεία λεπίς του οργάνου διολισθήσασα εκ των άνω προς τα κάτω είχεν αποκόψει την σιαγόνα. Το έν άκρον του στόματος είχε διασταλή από τους σπασμούς. Το αίμα πηγμένον πλέον, ήτο εσπαρμένον επί του πώγωνος.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν