Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Ξέσπαναν τότες στα γέλοια οι Τούρκοι, κι αντίλαλούσαν οι λόγγοι με τάσεμνα χωρατά τους.
Το πτωχικόν μου θα ιδής να το στολίζουν άστρα, που κι’ αν 'ς την γην περιπατούν, την νύκτα θα φωτίζουν. Όσην λαχτάραν και χαράν αισθάνετ' ένας νέος, οπόταν ο Απρίλιος ευμορφοστολισμένος βάλη το πόδι του γοργός 'ς τα ίχνη του χειμώνος, τόσην και συ θα αισθανθής 'ς το σπίτι μου απόψε, μέσ' ταις δροσάταις ευμορφιαίς, οπού εκεί θ' ανθίζουν.
Οι άλλοι, που τρώγανε στο ίδιο τραπέζι, κοιταζόντανε μ' έκπληξη χωρίς να προφέρουνε λέξη, όταν ένας δεύτερος υπηρέτης πλησιάζει τον αφέντη του και του λέγει: — Το φορείο της Μεγαλειότητά σας είναι στην Πάδοβα κ' η βάρκα έτοιμη. Ο αφέντης έκαμε ένα σημάδι κι' ο υπηρέτης βγήκε έξω. Όλοι οι άλλοι ξανακοιταχτήκανε πάλι κ' η κοινή έκπληξη διπλασιάστηκε.
Διηγότανε μονάχα τι είπε η Μάρθα και πώς παίζανε καλά μαζί. Μια μέρα του είπε η μαμά: — Την αγαπάς πολύ τη Μάρθα; Κι ο Σβεν τέντωσε το κάτω αχείλι κι απάντησε: — Δεν ξέρεις πως η Μάρθα είναι αρρεβωνιαστικιά μου; — Μα αυτό δε μου το είπες, απάντησε σοβαρά η μαμά. — Πρέπει όμως να το ξέρης· θα παντρευτούμε, είπε ο Σβεν. — Πότε θα παντρευτήτε; ρώτησε η μαμά. — Άμα μεγαλώσουμε, απάντησε ο Σβεν.
Κι' οι Τρώες όταν είδανε τους γιους του γερο-Δάρη 27 που ο ένας μόλις σώθηκε, τον άλλο πούπεσε όμως δίπλα στ' αμάξι, απ' το κακό τους μάτωσε η καρδιά τους.
Και τώρα καθόμουνα μόνος εδώ και κάθε μου νεύρο έτρεμε σ' ένα ψυχικό συγκλόνισμα, τόσο σύνθετο και τόσο φοβερό, που μόλις μπορώ να το περιγράψω. Μολαταύτα έλπιζα πως θα ζήση το παιδί μου, το πίστευα μάλιστα. Ταυτόχρονα όμως είχα το συναίστημα πως έπρεπε να γράψω τώρα, τώρα ή ποτέ, Ήξερα σχεδόν κάθε λέξη, που έπρεπε να γραφή στα φύλλα, που είχα μπρος μου λευκά κι άγραφα.
Έτσι οι Δαρδάνοι, απ' τον αρνό μπροστά, κατά τον τάφο 166 του Ίλου του παλαιϊκού του Δαρδανοσπαρμένου μέσα απ' τον κάμπο χύθηκαν να μπουν στο κάστρο μέσα· κι' εκείνος πάντα σκούζοντας, τ' Ατρέα ο γιος, ξοπίσω κυνήγαε, κι' αιματόβαφε τ' αζύγωτά του χέρια. Μα πια σαν ήρθαν στην οξά κι' ως στη Ζερβιά την πόρτα, 170 στάθηκαν κι' όλους τους εκεί να φτάσουν καρτερούσαν.
Φέρνει απ τα νέφη τ' απαλά, τα δειλινά, τα βράδια τη λύπη την κρυφή, θλιμμένα κάποια εγγίζοντας ευγενικά ρημάδια ευγενικό λαλεί. Κλαίει ότι χάθηκε καλό κι ότι όμορφο έχει σβήσει, και τα χρυσά φτερά τινάζουν ότι δεν μπορεί μήτε η πνοή να γγίση γλυκά και αρμονικά. Περνά αποκεί που δεν περνά το πιο ψιλό το αέρι κι όπου ούτε της αυγής το στάλαγμα δεν κάθεται· ν' απαλοτρέμη ξέρει στα βάθη της ψυχής.
Ήθελε να τους διώξουν από το γάμο· να μη δεχθούν ούτε αυτούς ούτε τα δώρα τους. — Αυτοί, μωρέ παιδί μου, δεν ήρθαν γι' άλλο παρά να μας εξευτελίσουν έλεγε θυμωμένος. — Κάτσε ήσυχος, κάτσε ήσυχος, μωρ' αδερφέ, που θα διώξουμε τον κόσμο! τούλεγε ο Δημητράκης. Ταχυά και μεις τους τ' αποδίνουμε. Τυχερό εκείνη την ώρα πλάκωσε κι ο Αλαμάνος κι έτσι κόπηκε η φιλονεικία τους.
Μετά ερχόταν η Καλίνα, η τοκογλύφος, πλούσια κι εκείνη, αλλά με μυστηριώδη τρόπο. «Οι κλέφτες προσπάθησαν ν’ ανοίξουν πέρασμα στον τοίχο της. Άδικος κόπος∙ είναι στοιχειωμένος. Κι εκείνη γελούσε, σήμερα το πρωί, στην αυλή της και έλεγε ότι κι αν μπουν θα βρουν μόνο στάχτες και καρφιά, γιατί είναι φτωχή σαν το Χριστό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν