Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025


Απ’ την κουζίνα έβγαινε λίγο αμυδρό φως που φώτιζε ένα μέρος της αυλής. Μέσα ακουγόταν ένας ανεπαίσθητος θόρυβος: η Νοέμι και η ντόνα Έστερ μετακινιόντουσαν , αλλά φαινόταν να φοβούνται κι εκείνες, να φοβούνται μην γίνουν αντιληπτές ότι ζούσαν. Κάποιος όμως έσπρωξε την πόρτα, και οι τρεις, οι γυναίκες και ο υπηρέτης, πετάχτηκαν σαν να ξυπνούσαν από έναν ύπνο του θανάτου.

Απ' εκεί σωροί, σωροί από γυναίκες, και κορίτσια, τους έσφιγγαν στην αγκαλιά τους, τους έβρεχαν με τα δάκρια τους, τους χαμογελούσαν τους έδιναν παραγγελιές κι ορμήνιες φιλιά και πάλι φιλιά.

Είδα εις τον τάφον γαύρου Βασιλέως να καθίση κάποιος πλάνης πειναλέος· είπε πόσην δόξαν είχε τόνομά του κι' έφυγε τρις πτύσας εις το άγαλμά του. Ήλθε κι' ένας άλλος, λόγιος συγγράφων, και σοφούς χαράξας εις την πλάκα στίχους έκαμεν ευσχήμως δίπλα εις τον τάφον ό,τι κάνει σκύλος αναιδώς 'στούς τοίχους.

Η καθαυτό η χαρά που καταπονάει τον πόνο και τον πνίγει μες στην καρδιά, είναι η παιδιακήσια η χαρά, κι αυτή δεν ξανάρχεται. Δεν μπορούσα πια τώρα να τον ξεφύγω το δάσκαλο. Και μήτε δεν τόθελα. Για χάρη της Λενιώς μου, τον αγαπούσα το Δάσκαλο.... Κ 'έτσι άρχισα να προκόβω. Άρχισα να προκόβω καθώς προκόβει και πάει μπρος η βαρκούλα ανάμεσα σε δυο ενάντια ρέματα.

Και κατά το σύστημα όλων των ιστορικών από την αρχή ως το τέλος, φιλοτιμήθηκε κι αυτός να γράψη απάνω στα κλασσικά μας πρότυπα, σα να ζούσε στα χρόνια του Θουκυδίδη, θα είταν ίσως πιο αξιέπαινος α μιμότανε όχι μονάχα τη γλώσσα, παρά και την ηθική των παλιώ μας ιστορικών. Κι όχι πάλε πως δεν τόκαμε αυτό στο πρώτο του έργο.

Σηκώθηκε και πήγε σ' ένα κρεβατάκι, που είταν πλάι στο δικό μας, κ' έσκυψε απάνω εκεί σ' ένα στρογγυλό, δροσερό προσωπάκι, που κοιμότανε και που τα χείλη του σαλεύανε, σα να βυζαίνανε στο μητρικό στήθος. — Σε γέννησα με πόνους; είπε, σα να μιλούσε μόνη της. Όχι, με χαρά κι αγαλλίαση, με χαρά τόσο μεγάλη, που δεν τη γνώρισα ποτέ ως τότε.

Οπόταν φασκελόνω τον κόσμον τον χυδαίον κι' εις τας μετεμψυχώσεις εγκύπτω των Χαλδαίων, μου έρχεται η σκέψις πως ίσως δεν χαθώ, αλλ' εις κανένα ζώον θα μετεμψυχωθώ. Γιατί να μην πιστεύσω και τους Χαλδαίους; είπα... πάς ο τυφλώς πιστεύων λογίζεται μακάριος... γιατί, οπόταν βλέπω βουλιμιώντα γύπα, να μην ειπώ πως ήτον Αλαταποθηκάριος;

Κι' έσταζε τότε εκεί κρασί θωρώντας τα ουράνια και δέουνταν, και του Διός δεν ξέφυγε το μάτι «Ω Δία Δωδωνάρχοντα, Πελασγικέ, π' ορίζεις μακριά τη μυριοχιόνιστη Δωδώνη, και χωριά 'χουν γύρω οι Σελλοί, οι λερόποδοι χαμόστρωτοί σου μάντες, 235 κι' άλλοτες πριν μου ξάκουσες την προσεφκή μου εμένα, και για το δίκιο μου έστρεξες των Αχαιών τ' ασκέρι και παίδεψες σπαραχτικά· και τώρα πάλι, ω Δία, περικαλώ σε, ακόμα αφτό τον πόθο ξάκουσέ μου.

Έτσι πολύ εγώ κόπιασα, πολλά 'παθα για σένα, μ' αφτά στο νου, πως άκληρο μ' άφισε εμένα ο Δίας· μονάχα εσένα σ' έκανα, θεόμορφε Αχιλέα, παιδί μου, νάχω κάπιονε στα γερατιά προστάτη. 495 Όμως, παιδί μου, μέρωσ' τα τ' ανήμερά σου σπλάχνα, δεν πρέπει σου άσπλαχνη καρδιά· τι κι' οι θεοί οι μεγάλοι λυγούν, κιας έχουν πιο τιμή πιο δύναμη πιο αξία· κι' αφτούς με τα θυμιάματα και με σταλιές και τσίκνες και καλοπιάστρες προσεφκές τους μαλακώνει ο κόσμος 500 περικαλώντας, αν τυχόν τους φταίξεις κι' αμαρτήσεις.

Και τρέχανε μ' οχλοβουή στα πλοία, κι' από κάτου 150 απ' τα ποδάρια ως αψηλά ο κουρνιαχτός πηδούσε, κι' έσκουζε ο ένας τ' άλλου εφτύς ν' αδράξουν τα καράβια και ναν τα ρήξουν στο γιαλό, και πάστρεβαν τ' αβλάκια κι' ως στα ουράνια ανέβαινε το σκούξιμο, ζητώντας πίσω να πάνε, κι' έβγαζαν των πλοίων τα φαλάγγια.

Λέξη Της Ημέρας

αναστασίας

Άλλοι Ψάχνουν