Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Μια μαύρη φιγούρα ανέβαινε τον ανήφορο όπου τα χαμηλά κουκιά κυμάτιζαν κιόλας ασημένια στο φεγγαρόφωτο, κι εκείνος, που τη νύχτα ακόμη και οι ανθρώπινες μορφές του φαίνονταν μυστηριώδεις, ξανάκανε το σταυρό του.
Η Τέχνη δεν εκφράζει ποτέ τίποτε άλλο παρά τον εαυτό της. Έχει ανεξάρτητη ζωή, ακριβώς όπως η Σκέψη, κι αναπτύσσεται σκέτα πάνω στις δικές της γραμμές. Δεν είναι κατ' ανάγκην ρεαλιστική σε μιαν εποχή ρεαλισμού, ούτε πνευματική σε μιαν εποχή πίστεως.
Υπουργός των Οικονομικών είταν ο Κόμης των θείων Λαργιτιόνων , κι ο Κόμης των Βασιλικών Πριβάτων . Ο πρώτος, καθαυτό δημόσιος θησαυροφύλακας. Ο άλλος, μονάχα του παλατιού. Άλλο μεγάλο αξίωμα είταν ο Μάγιστρος των Οφφηκίων . Έκαμνε κι αυτός κάμποσα, και το κυριώτερο, να δέχεται κάθε ξένον Πρέσβη και να τον παρουσιάζη του Αυτοκρατόρου.
Γιώργεν', από μικρούλα, Κι' ο μαύρος εκαρτέραγε πότε να μεγαλώση Να της ανοίξη την καρδιά και να την κάμη ταίρι. — Γιαννούλα τώρα ο Μήτρος σου ας ρίξη αλλού τα μάτια.
Ωσάν του Πίνδου τα βουνά. Γνωρίζω τον Κωλέττη. Το δεξί χέρι 'πρότεινε, Τον Οδυσσέα αρπάζει. Τον σφίγγει μες 'ς την αγκαλιά, Και τον φιλεί 'ς το στόμα, Και λέγει: «Οδυσσέα μου! . . . » Μ' εχθρεύεσαι ακόμα; . . . » Ακόμα δε μ' εσχώρεσες; . . .» Κι' ο Οδυσσεύς φωνάζει
«Κι όταν μονάχο τον ιδής γνέψε του να σιμώση, και πες του πως τονε καλώ και φέρε τον στο σπίτι». Έτσ' είπαμε' κ' επήγε αυτή και μούφερε το Δέλφι, κ' εγώ μόλις τον ένοιωσα κ' εγώ μόλις τον είδα να διασκελίζη ανάλαφρα της πόρτας το κατώφλι,
Απ την αγάπη μου προς σε κι' από τον σεβασμό μου και για να ζήσης μόνος σου και να χαρής τον κόσμο πεθαίνω εγώ, ενώ καθώς πολύ καλά γνωρίζεις μπορούσα να μην πέθαινα, αλλ' ευτυχής να ζήσω και μέσα από τους Θεσσαλούς να πάρω άλλον άνδρα, εκείνον που θα ήθελα, στο πλούσιο παλάτι να ζήσω 'σαν βασίλισσα μέσ' σ' ταγαθά του θρόνου.
Ο «Ζώης μας» εδώ κι ο «Ζώης μας» εκεί, το πήγαιναν νύχτα μέρα «Το μοναχό μας, τ' αρχοντοπλό μας, το μοσχοαναθρεμμένο μας, το τζοβαΐρ μας». Είχε γιομώσ' η γειτονιά με τ' όνομα του Ζώη, φορτωμένο μ' όλ αυτά τα χαϊδευτικά χαϊμαλιά. Δεν έμεινεν άλλο τώρα παρά να χτίση και το περιπόθητο σπίτι ο Ζώης.
Ακούγει ο Κωσταντίνος ιεροσυλίες, φονικά, στάσες, τέλος πως και θησαυρό μεγάλο μάζεψε τάχα ο Αθανάσιος να πολεμήση τον Άρειο και τον Κωσταντίνο, έχοντας κι άσκημα γράμματα από τον Έπαρχο το Φιλάγριο που δεν του ερχότανε να βλέπη τον Αθανάσιο να τονέ θεοποιή ο λαός, άρχισε πάλε να οργίζεται και να χολοσκάνη. Έγινε ο σκοπός του Ευσεβίου. Ήρθε η ώρα του.
Εκείνη τη στιγμή ένας από τους Λεντζαίους, για να γλυτώση το σκυλλί, αρπάζει το μαχαίρι, που έφερε ακόμα το αίμα του δολοφονημένου απάνω στο λεπίδι σκουριασμένο . Ο Φετάνης άλλο από την επίθεση του Γκεσούλη, κι' άλλο από το άρπαγμα του φονικού μαχαιριού, νόμισε, ότι κάποιος τον είχε προδώσει και φώναξε απελπισμένα: — Ήμαρτον! ήμαρτον! Μη με σκοτώνετε! Σχωράτε με!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν